Ποια ποινικά αδικήματα έγιναν στην βεντέτα στα Βορίζια Κρήτης;Ποιες ποινές επιβάλλει ο νόμος σήμερα;

Ποια ποινικά αδικήματα έγιναν στην βεντέτα στα Βορίζια Κρήτης;Ποιες ποινές επιβάλλει ο νόμος σήμερα;

Σχετικά πρόσφατα ήρθε στην δημοσιότητα το αιματηρό σκηνικό που έλαβε χώρα στα Βορίζια Κρήτης ανάμεσα σε οικογένειες,και το οποίο έχει απασχολήσει έντονα τις εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές.Επειδή έχουν γραφτεί αρκετά πάνω στο θέμα,και ιδίως στην ποινική μεταχείριση των δραστών,σε αυτό το κείμενο θα περιγράψουμε νομικά όλα τα εγκλήματα που φέρονται να έχουν λάβει χώρα.Παράλληλα,θα εξηγήσουμε και ορισμένα βασικά σημεία της ποινικής διαδικασίας,όπως αυτή ισχύει σήμερα,προκειμένου να υπάρχει μια ξεκάθαρη εικόνα σχετικά με την λειτουργία της δικαιοσύνης σε παρόμοια περιστατικά.

1.Ποια ελαφρυντικά μπορεί να λάβει ένας δράστης σήμερα;

Πρόκειται για ένα θέμα που απασχολεί τον νομικό κόσμο αρκετά συχνά, ιδίως με τις νομοθετικές αλλαγές που επέρχονται κατά καιρούς. Για να δούμε πιο αναλυτικά το θέμα, αρκεί να πούμε ότι ελαφρυντική περίσταση είναι:

  • Το ότι ο υπαίτιος έζησε μέχρι να διαπράξει το έγκλημα έντιμη ατομική/οικογενειακή/επαγγελματική/και γενικά κοινωνική ζωή.
  • Το ότι ωθήθηκε στην διάπραξη του εγκλήματος υπό την επίδραση σοβαρής απειλής/υπό την πίεση προσώπου στο οποίος αυτός οφείλει υπακοή ή βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης.
  • Το ότι ωθήθηκε στην πράξη του από ανάρμοστη συμπεριφορά του θύματος/παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε μια άδικη εναντίον του πράξη.
  • Το ότι ο υπαίτιος έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να διορθώσει/μειώσει τις συνέπειες της πράξης του.
  • Το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε σωστά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της πράξης του ακόμη και κατά την κράτηση του.
  • Το ότι η ποινική διαδικασία (δηλαδή έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης) διήρκεσε για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς υπαιτιότητα του κατηγορουμένου.
  • Είναι σημαντικό ότι ακόμη κι αν συντρέχουν 2 ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις για τον κατηγορούμενο, η ποινή του θα μειωθεί μόνο 1 (μια) φορά από το δικαστήριο.
  • Οι υπόλοιπες ελαφρυντικές περιστάσεις (αν συντρέχουν) λαμβάνονται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής του κατηγορουμένου, με θετικό προς αυτόν τρόπο.
  • Λόγω της λέξης «ιδίως» που χρησιμοποιεί ο νόμος κατά την απαρίθμηση, συμπεραίνουμε ότι υπάρχουν κι άλλες περιστάσεις που προκύπτουν στην πράξη, κι άρα ο κατάλογος δεν είναι εξαντλητικός.

2.Ποια ποινή απειλείται σήμερα για την ανθρωποκτονία;

Μετά από αρκετές νομοθετικές τροποποιήσεις, ο νομοθέτης απειλεί σήμερα για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση ποινή ισόβιας κάθειρξης. Για να επιβληθεί η παραπάνω ποινή, θα πρέπει ο δράστης να γνώριζε και επεδίωκε να σκοτώσει άλλο πρόσωπο ή να γνώριζε και να αποδεχόταν ως πιθανό ότι κάποιος ενδέχεται να σκοτωθεί από δική του πράξη. Για αυτό, είναι χρήσιμη πάντα η διάκριση ανάμεσα στον δόλο και την αμέλεια που ενδέχεται να έδειξε ο δράστης κατά την τέλεση της πράξης του.

Εφόσον, η ανθρωποκτονία τελέστηκε σε κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής, στον δράστη επιβάλλεται ποινή κάθειρξης (από 5 έως 20 έτη). Ο βρασμός ψυχικής ορμής οφείλει να αποδειχθεί εκ μέρους του δράστη, και ο νόμος απαιτεί να εμφανίστηκε (ο βρασμός) σε κοντινό χρονικό σημείο σε σχέση με την πράξη της ανθρωποκτονίας. Δεν μπορεί, με αλλά λόγια, να θεωρηθεί ότι ο δράστης ενήργησε με βρασμό ψυχικής ορμής, αν η ανθρωποκτονία τελέστηκε 10 μήνες μετά την εμφάνιση συναισθημάτων ψυχικής ορμής.

Για την περίπτωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ο νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης στον δράστη, από 2 έως 5 έτη. Ειδική περίπτωση αποτελεί το να είναι το θύμα της ανθρωποκτονίας συγγενής/οικείος του δράστη και αυτός να οδηγήθηκε στην ανθρωποκτονία από αμέλεια λόγω συναισθημάτων ψυχικής οδύνης από προηγούμενες πράξεις του θύματος. Εφόσον αποδειχθούν τα παραπάνω, το δικαστήριο μπορεί να μην επιβάλλει στον δράστη ποινή για το αδίκημα, αναλόγως και των περιστάσεων.

3.Ισχύει το ίδιο σε περίπτωση συρροής περισσότερων εγκλημάτων;

Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, εξαρτάται αν τα περισσότερα εγκλήματα έχουν ξεχωριστή απαξία από τον νόμο καθώς κι αν έχουν συμπεριληφθεί σε άλλα αδικήματα. Για παράδειγμα, ο δράστης θανατηφόρας ληστείας που προκάλεσε από αμέλεια τον θάνατο του θύματος θα τιμωρηθεί με την ποινή αυτού του ιδιαίτερου εγκλήματος, δηλαδή με ισόβια κάθειρξη, αφού ο νομοθέτης έχει θεσπίσει ειδικό έγκλημα όπου περιγράφονται όλα τα παραπάνω επιμέρους εγκλήματα που αναφέραμε.

Υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου ένας δράστης δικάζεται για περισσότερα-και διαφορετικά μεταξύ τους-εγκλήματα. Σε αυτήν την περίπτωση, εφόσον τα παραπάνω εγκλήματα τελέστηκαν με περισσότερες πράξεις του δράστη, τότε θα επιβληθεί ενιαία ποινή, η οποία αποτελείται από την ποινή εκείνη που είναι βαρύτερη από τις υπόλοιπες, αυξημένη μέχρι το μισό της κάθε ποινής. Εφόσον, τα επιμέρους εγκλήματα τιμωρούνται με ποινή κάθειρξης, τότε η συνολική ποινή δεν μπορεί να ξεπεράσει τα 25 έτη.

Εάν, όμως, τα περισσότερα εγκλήματα του δράστη, τελέστηκαν με μια ενιαία πράξη, τότε το δικαστήριο θα λάβει την βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές και θα την αυξήσει ελεύθερα αλλά μέχρι το ανώτατο όριο της=αν η συντρέχουσα ποινή είναι φυλάκιση, αυτή αυξάνεται μέχρι τα 8 έτη το πολύ, κι αν πρόκειται για κάθειρξη μέχρι τα 20 έτη αντίστοιχα. Το ζήτημα του αν ο δράστης τέλεσε τα εγκλήματα του με μια ή περισσότερες πράξεις είναι ειδικό και θα το αναλύσουμε σε επόμενο κείμενο μας.

4.Τιμωρεί ο νόμος την σύσταση εγκληματικής οργάνωσης;

Για να τιμωρηθεί κάποιος ως μέλος εγκληματικής οργάνωσης, απαιτείται να έχει οργανωθεί μαζί με άλλους, σε επιχειρησιακά δομημένη οργάνωση τριών (3) ή περισσότερων προσώπων, που επιδιώκουν την τέλεση περισσότερων εγκλημάτων. Απαιτείται όμως η οργάνωση να έχει διαρκή εγκληματική δράση=να έχουν τελεστεί κι άλλα εγκλήματα στο παρελθόν και να μην πρόκειται για το 1ο έγκλημα που τελεί η οργάνωση. Τα εγκλήματα που απαιτείται να έχει διαπράξει η οργάνωση πρέπει να έχουν την μορφή κακουργήματος.

Στον δράστη που παρέχει στην εγκληματική οργάνωση συνδρομή με περιουσιακά στοιχεία/πληροφορίες/κατευθύνσεις/στρατολόγηση νέων μελών, ο νόμος επιβάλλει φυλάκιση τουλάχιστον 3 ετών και χρηματική ποινή. Μάλιστα, αυτός που διευθύνει την εγκληματική οργάνωση τιμωρείται με ποινή κάθειρξης (από 5 έως 20 έτη δηλαδή), ενώ αν η διάπραξη κακουργήματος έγινε ευκαιριακά/χωρίς υποδομή εγκληματικής οργάνωσης, στον δράστη επιβάλλεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 6 μηνών.

Είναι ενδιαφέρον ότι, σύμφωνα με τον νόμο, για τον δράστη που καταδικάζεται για τα παραπάνω αδικήματα η ποινή δεν μπορεί να ανασταλεί ούτε να μετατραπεί σε χρηματική ποινή/κοινωφελή εργασία με κανέναν τρόπο. Ακόμη, αν ο δράστης ασκήσει έφεση κατά της καταδικαστικής απόφασης, η έφεση του δεν θα αναστείλει την ποινή που επιβλήθηκε, ενώ αν κατ’ εξαίρεση δοθεί η αναστολή το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να επιβάλλει τους κατάλληλους περιοριστικούς όρους, όπως την προσωρινή κράτηση που θα δούμε παρακάτω.

5.Απειλούνται οι δράστες με επιβολή ποινής κατά νόμο περί όπλων;

Με δεδομένο ότι χρησιμοποιήθηκαν όπλα στο αιματηρό σκηνικό που αναφερόμαστε, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι η παράνομη οπλοκατοχή τιμωρείται σήμερα κατά κανόνα με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 1 έτους, ενώ σε ορισμένες κατηγορίες όπλων, επιβάλλεται και πρόσθετη χρηματική ποινή 800 ευρώ. Για όποιον βρει όπλο αγνώστου ιδιοκτήτη και δεν το παραδώσει στις αστυνομικές αρχές, επιβάλλεται ποινή φυλάκισης μέχρι 6 μηνών, καθώς πρόκειται για υποχρέωση που έχει ο κάθε πολίτης στην Ελλάδα.

Όσον αφορά την οπλοφορία, ο νόμος προβλέπει την επιβολή ποινής φυλάκισης τουλάχιστον 2 ετών (μέχρι 5 έτη) και χρηματικής ποινής τουλάχιστον 1.000 ευρώ στον δράστη που φέρει όπλο χωρίς να έχει λάβει άδεια από τις αρμόδιες αρχές, και χωρίς να συντρέχει νόμιμος λόγος οπλοφορίας. Εφόσον, ο δράστης φέρει όπλο σε χώρους δημόσιας συνάθροισης, με πλήθος κόσμου γύρω του/σε πολιτιστικές εκδηλώσεις, πρόκειται για επιβαρυντική περίσταση που οδηγεί στην αύξηση της ποινής του δράστη για το αδίκημα της οπλοφορίας.

Τέλος, σχετικά με την οπλοχρησία, ο νόμος τονίζει ότι επιβάλλεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 6 μηνών στον δράστη που χρησιμοποιεί όπλο κατά την διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος (αδιάφορα του αν το αδίκημα διαπράχθηκε από δόλο ή αμέλεια). Απαιτείται, όμως, ο δράστης να έχει καταδικασθεί (έστω και πρωτόδικα) για το βασικό έγκλημα που διέπραξε, ενώ ο νόμος διευκρινίζει ότι η ποινή που επιβάλλεται για την οπλοχρησία εκτίεται αθροιστικά με την ποινή του βασικού εγκλήματος και δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί συρροής.

6.Με ποια ποινή τιμωρείται η επικίνδυνη σωματική βλάβη;

Η επικίνδυνη σωματική βλάβη περιλαμβάνει (όπως λέει και η λέξη) την έννοια της σωματικής βλάβης=να έχει προκληθεί σε άλλον σωματική κάκωση/βλάβη της υγείας του. Η έννοια της «κάκωσης» είναι ευρεία και περιλαμβάνει οποιαδήποτε παραμόρφωση/δυσλειτουργία που προκαλείται στο ανθρώπινο σώμα και για την αποκατάσταση της οποίας θα απαιτηθεί ιατρική θεραπεία/ανάρρωση του παθόντος. Αν η βλάβη του θύματος είναι εντελώς ελαφρά, τότε ο δράστης τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας.

Για να θεωρήσουμε ότι έχει προκληθεί επικίνδυνη σωματική βλάβη, ο νόμος απαιτεί η βλάβη να έχει προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαρεία και μακροχρόνια αρρώστια/σοβαρό ακρωτηριασμό/αναπηρία/παραμόρφωση και γενικά να τον εμπόδισε για αρκετό καιρό να χρησιμοποιήσει το σώμα/πνεύμα του. Αρκεί, δηλαδή να συντρέχει τουλάχιστον 1 από τις παραπάνω περιστάσεις ή εναλλακτικά η βλάβη να προκάλεσε στο θύμα κίνδυνο ζωής=δηλαδή το θύμα να νοσηλεύτηκε κατά κανόνα, και η ιατρική του κατάσταση να ήταν εξαιρετικά δυσμενής.

Σε περίπτωση που τελεστεί επικίνδυνη σωματική βλάβη κατά άλλου, ο νόμος επιβάλλει στον δράστη ποινή φυλάκισης έως 3 έτη. Θυμίζουμε ότι, σήμερα η αναστολή της ποινής μπορεί να χορηγηθεί από το δικαστήριο μόνο για ποινές έως 1 έτος (αν οι ποινές αυτές δεν μπορούν να μετατραπούν σε χρηματική ποινή/παροχή κοινωφελούς εργασίας). Για να διωχθεί ποινικά, ο δράστης δεν απαιτείται υποβολή έγκλησης, και άρα, ο αρμόδιος εισαγγελέας μόλις λάβει πληροφορίες σχετικά με κάποιο περιστατικό, οφείλει αμέσως να ασκήσει την ποινική δίωξη, εφόσον οι πληροφορίες είναι ορθές.

7.Πώς θα απολογηθούν οι δράστες για τα συγκεκριμένα αδικήματα;

Με δεδομένο ότι τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορούνται οι συγκεκριμένοι δράστες αποτελούν κακουργήματα, οι δράστες οφείλουν να απολογηθούν ενώπιον του ανακριτή για να «τελειώσει» η κύρια ανάκριση και ανάλογα να εισαχθεί ή όχι η υπόθεση στο ακροατήριο. Η μόνη περίπτωση να μην χρειαστεί να απολογηθεί ένας δράστης ενώπιον του ανακριτή είναι να μην υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής εναντίον του ή να έχει ξεκινήσει διαδικασία ποινικής διαπραγμάτευσης καθώς και ποινικής συνδιαλλαγής με το θύμα εκ μέρους του δράστη (για τα οποία θα μιλήσουμε αναλυτικά σε άλλο κείμενο).

Αν ο κατηγορούμενος κλήθηκε από τον ανακριτή σε απολογία, και δεν εμφανίζεται από απείθεια, τότε ο ανακριτής δικαιούται να εκδώσει ένταλμα βίαιης προσαγωγής=τα αστυνομικά όργανα αναγκάζουν τον κατηγορούμενο να επισκεφθεί τον ανακριτή προκειμένου να απολογηθεί. Από την άλλη πλευρά, εφόσον υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου, τότε ο ανακριτής δικαιούται να ζητήσει την έκδοση εντάλματος σύλληψης=και πάλι ο κατηγορούμενος οδηγείται με την βία να απολογηθεί, αλλά μετά θα παραμείνει κρατούμενος στην αστυνομική διεύθυνση.

Μετά το πέρας της ανάκρισης, ο ανακριτής προχωρά σε διάσκεψη με τον εισαγγελέα, και ο τελευταίος (αν κρίνεται απαραίτητο στην πράξη) καλεί τον κατηγορούμενο για να απολογηθεί και ενώπιον του. Στην συνέχεια, ακολουθεί επόμενη διάσκεψη ανακριτή-εισαγγελέα και ο κατηγορούμενος αναμένει την έκδοση ή μη διάταξης περιοριστικών όρων από τους τελευταίους (πχ επιβολή εγγύησης/όρου απαγόρευσης εξόδου από την χώρα/εμφάνισης ενώπιον αστυνομικού τμήματος/προσωρινής κράτησης κλπ)

8.Πότε επιβάλλεται προσωρινή κράτηση;

Μια βασική περίπτωση επιβολής προσωρινής κράτησης στον κατηγορούμενο είναι όταν δεν επαρκεί το μέτρο του κατ΄οίκον περιορισμού του (το λεγόμενο «βραχιολάκι») διότι ο κατηγορούμενος δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα/δεν έχει γνωστή διεύθυνση ή διαμονή στην χώρα. Η πιο κρίσιμη και συχνή στην πράξη περίπτωση επιβολής προσωρινής κράτησης είναι να μην επαρκούν οι ηπιότεροι περιοριστικοί όροι που αναφέρει ο νόμος και να κρίνεται αναγκαία η επιβολή του έσχατου μέτρου της προσωρινής=οι περιοριστικοί όροι επιβάλλονται από τον χαλαρότερο όρο στον πιο αυστηρό.

Πιο συγκεκριμένα, ο νόμος αξιώνει να μην επαρκούν οι υπόλοιποι περιοριστικοί όροι και ο κατηγορούμενος να διώκεται για κακούργημα και να μην έχει γνωστή διαμονή στην χώρα/να έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για την φυγή του/να υπήρξε κατά το παρελθόν φυγόποινος ή φυγόδικος/να κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου/να παραβίασε τους περιορισμούς της διαμονής του. Από όλα αυτά τα στοιχεία, απαιτείται να συντρέχει τουλάχιστον 1, συνδυαστικά όμως με την τέλεση κακουργήματος και την μη επάρκεια των υπόλοιπων περιοριστικών όρων.

Εφόσον συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, στον κατηγορούμενο θα επιβληθεί προσωρινή κράτηση σαν περιοριστικός όρος. Σε εγκλήματα ειδικών κατηγοριών (απειλή ισόβιας/πρόσκαιρης κάθειρξης σαν ποινή/κατ’ εξακόλούθηση έγκλημα/σύσταση εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης/μεγάλος αριθμός θυμάτων από το έγκλημα), τότε για την επιβολή προσωρινής κράτησης στον κατηγορούμενο μπορεί να ληφθεί υπόψη (μόνο) η ιδιαίτερη απαξία της πράξης, και το γεγονός ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι ιδιαίτερα πιθανό να διαπράξει νέες εγκληματικές πράξεις.

9.Μπορούν να εγερθούν παράλληλα και αστικές αξιώσεις;

Η αστική και η ποινική διαδικασία προχωρούν συχνά παράλληλα, και αυτός που παρίσταται για την υποστήριξη της κατηγορίας στο ποινικό δικαστήριο (συνήθως) ασκεί και αγωγή στο αστικό δικαστήριο προκειμένου να διεκδικήσει αποζημίωση από τον δράστη. Η αποζημίωση αυτή θα περιλαμβάνει τα έξοδα νοσηλείας που κατέβαλε ο ενάγων για την ιατρική περίθαλψη του θύματος καθώς και όλα τα χρηματικά κονδύλια που θα αποκόμιζε (ο ενάγων) αν το θύμα συνέχιζε να παρέχει τις υπηρεσίες/εργασία του στον ενάγοντα.

Σε περίπτωση θανάτου ορισμένου προσώπου, οι συγγενείς και οι κοντινοί του άνθρωποι δικαιούνται να αξιώσουν χρηματικό κονδύλιο από τον δράστη ως ποσό ψυχικής οδύνης, λόγω της έντονης στενοχώριας/λύπης που τους προκάλεσε η απώλεια του αγαπημένου τους προσώπου. Αν το παραπάνω πρόσωπο τραυματίστηκε/υπέστη βαρεία σωματική βλάβη (αλλά δεν πέθανε σε κάθε περίπτωση), τότε η χρηματική αξίωση θα αφορά το κονδύλιο της ηθικής βλάβης, που υπέστησαν οι κοντινοί του άνθρωποι, λόγω της βλάβης/ζημίας που υπέστη το θύμα.

Το ζήτημα του ποιοι θεωρούνται συγγενείς/κοντινοί άνθρωποι του θύματος δεν έχει επιλυθεί εξ ολοκλήρου από τα δικαστήρια, ενώ εξαρτάται πάντα και από τον συγγενικό/οικογενειακό κύκλο που είχε το θύμα. Πάντως, ακόμη κι αν ο δράστης κριθεί ένοχος από το ποινικό δικαστήριο για τις πράξεις του, αυτή η απόφαση δεν αποτελεί από μόνη της δεδικασμένο που θα οδηγήσει «αυτόματα» το αστικό δικαστήριο να κάνει δεκτή την αγωγή που ασκήθηκε εναντίον του δράστη=η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου θα αποτελέσει δικαστικό τεκμήριο και θα συνεκτιμηθεί απλά στην αστική δίκη.

10.Ποιες ειδικές ανακριτικές πράξεις επιτρέπεται να γίνουν για τα αδικήματα που διαπράχθηκαν;

Έχοντας υπόψη ότι οι περισσότερες πράξεις που φέρονται να τελέστηκαν στο συμβάν για το οποίο μιλάμε είναι κακουργήματα, ο νόμος επιτρέπει να γίνουν μια σειρά από ανακριτικές πράξεις, εφόσον πάντα τηρούνται τα όρια που χαράσσει ο κώδικας ποινικής δικονομίας. Έτσι, λοιπόν, επιτρέπεται να πραγματοποιηθεί:

  • Έρευνα σε κατοικία υπόπτου, πάντοτε με την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας, εφόσον πιθανολογείται ότι με την έρευνα θα αποκαλυφθεί η αλήθεια/θα διευκολυνθεί η εξιχνίαση της υπόθεσης, που δεν μπορεί να γίνει δίχως αυτήν.
  • Συγκαλυμμένη έρευνα από ιδιώτες/ανακριτικούς υπαλλήλους που προσφέρονται δήθεν να βοηθήσουν τον δράστη να πραγματοποιήσει το έγκλημα του, προκειμένου να συλληφθεί επ’ αυτοφώρω με αυτόν τον τρόπο (αυτό το μέτρο επιτρέπεται σε ορισμένα εγκλήματα).
  • Σωματική έρευνα στον κατηγορούμενο, εφόσον η έρευνα αυτή είναι αναγκαία για να αποκαλυφθεί η πραγματική κατάσταση που αφορά το έγκλημα, χωρίς όμως να προκαλείται βλάβη στην υγεία του κατηγορουμένου ούτε να θίγεται η αξιοπρέπεια του.
  • Κατάσχεση τραπεζικών λογαριασμών, ακόμη και χρηματικών ποσών/πραγμάτων που δεν ανήκουν στον κατηγορούμενο αλλά σχετίζονται με το έγκλημα που ερευνάται.
  • Άρση τηλεφωνικού απορρήτου, εφόσον πιθανολογείται ότι οι καταγραφείσες συνομιλίες θα παρέχουν κρίσιμα στοιχεία για την διαλεύκανση του εγκλήματος που διαπράχθηκε.
  • Δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου, εφόσον πιθανολογείται σοβαρά ότι τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία συνδέονται άμεσα/έμμεσα με το έγκλημα υπό έρευνα ή έχουν αποκτηθεί δια μέσο αυτού.
  • Κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων του κατηγορουμένου σε οποιοδήποτε μέσο κι αν αυτά βρίσκονται, εφόσον η παραπάνω κατάσχεση βεβαιώνεται με ειδική έκθεση από τα αρμόδια ανακριτικά όργανα.
  • Φύλαξη των πραγμάτων που κατασχέθηκαν από τον γραμματέα του δικαστηρίου ή από οποιοδήποτε φερέγγυο πρόσωπο, κρίνει ο ανακριτής ότι είναι κατάλληλο για την φύλαξη τους.
  • Σε όλες τις παραπάνω ανακριτικές πράξεις, είναι αναγκαίο να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και να μην θίγεται υπέρμετρα η προσωπικότητα/αξιοπρέπεια του, εφόσον δεν υπάρχει σπουδαίος λόγος.

 

Δίπλα στον πελάτη και τις ανάγκες του.

Αθηνά Κοντογιάννη-Δικηγόρος

Όσα αναφέρονται παραπάνω δεν αποτελούν νομικές συμβουλές και ουδεμία ευθύνη φέρεται για αυτές.Για περισσότερες πληροφορίες,επικοινωνήστε μαζί μας.