Αδικαιολόγητος πλουτισμός: Μήπως να προσέχω στο εξής τι υπογράφω;

Αδικαιολόγητος πλουτισμός: Μήπως να προσέχω στο εξής τι υπογράφω;

1.Η έννοια του αδικαιολόγητου πλουτισμού

Με τον όρο εννοούμε μια περιουσιακή μετακίνηση που γίνεται μεταξύ δυο (τουλάχιστον) προσώπων, κατά την οποία η περιουσία του ενός (λήπτη) αυξάνεται με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς όμως να συντρέχει κάποια νόμιμη αιτία για να διατηρήσει ο λήπτης αυτήν την περιουσιακή ωφέλεια. Με δεδομένο ότι στο δίκαιο κάθε περιουσιακή μετακίνηση πρέπει να γίνεται για κάποιον λόγο (π.χ. σε εκτέλεση προηγούμενης έγκυρης σύμβασης) που επιδοκιμάζεται, ο αδικαιολόγητος πλουτισμός ως νομικό φαινόμενο είναι ακριβώς αυτό: δεν συντρέχει κάποιος νομικά δικαιολογητικός λόγος για να παραμείνει ο πλουτισμός στην περιουσία του λήπτη. Κλασσικές περιπτώσεις του φαινομένου αποτελούν η καταβολή ανύπαρκτου χρέους, η δόση μιας παροχής που γίνεται όμως για σκοπό παράνομο/ανήθικο (π.χ. από την πώληση ναρκωτικών να κρατήσει ο πωλητής το τίμημα που αποτελεί εδώ και τον αδικαιολόγητο πλουτισμό). Αξίζει να αναφερθεί ότι ως αδικαιολόγητος πλουτισμός νοείται και η εξοικονόμηση δαπάνης που πέτυχε κάποιος χρησιμοποιώντας άλλο μέσο (π.χ. ο διαφορά μεταξύ του μειωμένου μισθού που ο εργοδότης παρείχε στον εργαζόμενο και του νόμιμου βασικού μισθού που θα παρείχε υπό άλλες προϋποθέσεις), αλλά ακόμα και αν το ίδιο το τίμημα (σε χρήμα) δεν σώζεται, ως αδικαιολόγητος πλουτισμός θεωρείται και το πράγμα που αγοράστηκε με αυτό το τίμημα (και έτσι μπορεί να διεκδικηθεί αυτό).

 

2.Ποιες είναι οι προϋποθέσεις του;

Οι προϋποθέσεις γενικότερα για να γεννηθεί αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού εις βάρος ενός προσώπου είναι:

  • Ο λήπτης του πλουτισμού να έχει πλουτίσει εν ευρεία έννοια
  • Αυτός ο πλουτισμός να προέρχεται από την περιουσία ή με ζημία άλλου
  • Ο πλουτισμός του λήπτη να τελεί σε άμεση αιτιώδη σχέση με την ζημία της περιουσίας του δότη
  • Να μην συντρέχει κάποια νόμιμη αιτία προκειμένου ο λήπτης να διατηρήσει τον πλουτισμό

 

3.Ποια είναι η έννοια του κρίσιμου χρόνου;

Κεντρική σημασία στο δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού έχει η έννοια του κρίσιμου χρόνου= το χρονικό εκείνο σημείο όπου εξετάζεται αν ο λήπτης είναι ακόμα πλουσιότερος, με άλλα λόγια αν ο πλουτισμός διατηρείται ακέραιος και σώζεται προκειμένου να μπορέσει να τον διεκδικήσει ο δότης (= εκείνος που τον κατέβαλε). Ο κανόνας στο αστικό δίκαιο είναι ότι ο κρίσιμος χρόνος βρίσκεται την στιγμή που στον λήπτη επιδίδεται η αγωγή του δότη εναντίον του (αρκεί και εξώδικη όχληση αρκεί να είναι έγγραφη για να αποδεικνύεται η βέβαιη χρονολογία). Κι αυτό γιατί τότε είναι εύκολο να διαπιστωθεί με βάση την ημερομηνία επίδοσης αν ο πλουτισμός είναι ακόμα στα χέρια του λήπτη και σε τι κατάσταση. Ωστόσο αυτός ο κανόνας ισχύει με την προϋπόθεση ότι ο λήπτης δεν γνώριζε/αγνοούσε από βαρεία αμέλεια ότι ο πλουτισμός ‘δεν του ανήκει’ ή ότι δεν συντρέχει νόμιμος λόγος διατήρησης του (ήταν δηλαδή καλόπιστος). Αν ο λήπτης ήταν κακόπιστος:

  • Εφόσον του καταβλήθηκε χρέος που δεν του οφειλόταν, ευθύνεται από την στιγμή που έμαθε ότι το χρέος ήταν ανύπαρκτο
  • Εφόσον του δόθηκε παροχή για ανήθικο/παράνομο λόγο, ευθύνεται αμέσως αφότου την έλαβε (αφού λογικά θα γνώριζε το ανήθικο/παράνομο του λόγου)
  • Αν η παροχή είχε δοθεί σε εκτέλεση σύμβασης για αιτία που δεν επακολούθησε (π.χ. προσύμφωνο πώλησης ακινήτου όπου ο πωλητής εξαναγκάστηκε μέσω απειλής από τρίτο πρόσωπο να πωλήσει το ακίνητο, και άρα η σύμβαση μεταβίβασης είναι ακυρώσιμη), ο λήπτης ευθύνεται μόλις μάθει ότι η αιτία στην οποία στηριζόταν όλη η εκτελεσμένη σύμβαση, ανατράπηκε.

 

4.Η ευθύνη του λήπτη πριν και μετά τον κρίσιμο χρόνο

Είναι σημαντικό ότι ο λήπτης της παροχής αλλιώς ευθύνεται πριν τον κρίσιμο χρόνο και αλλιώς μετά από αυτόν. Μιλάμε πάντα για αστική ευθύνη και άρα για την υποχρέωση του λήπτη να επιστρέψει (τουλάχιστον) την παροχή στον δότη.

  • Εφόσον ο πλουτισμός χαθεί πριν τον κρίσιμο χρόνο (π.χ. το ΙΧ αυτοκίνητο κάηκε ολοσχερώς), τότε ο λήπτης δεν ευθύνεται να τον αποδώσει στον δότη (γιατί θεωρείται ότι μέχρι τότε πίστευε δικαιολογημένα ότι ο πλουτισμός του ανήκει)
  • Εφόσον όμως έχει περάσει ο κρίσιμος χρόνος (με κάποια από τις προϋποθέσεις που αναφέραμε στο ερώτημα 3), υπάρχουν ορισμένες συνέπειες για τον λήπτη:
  1. Γίνεται οριστική η παροχή που ο λήπτης πρέπει να επιστρέψει στον δότη (καθώς και το συγκεκριμένο πρόσωπο που θα την επιστρέψει)
  2. Αρχίζουν να γεννώνται τόκοι, αν πρόκειται για χρηματική παροχή
  3. Ο λήπτης ευθύνεται σε αποζημίωση αν το πράγμα χαλάσει/καταστραφεί/χειροτερεύσει μέχρι να αποδοθεί πίσω στον δότη
  4. Αν το πράγμα παράγει καρπούς (π.χ. ένα αγροτεμάχιο με καρποφόρα δέντρα) ο λήπτης ευθύνεται να αποδώσει στον δότη, όχι μόνο τους καρπούς που συνέλλεξε, αλλά και εκείνους που μπορούσε να συλλέξει
  5. Ο λήπτης δικαιούται να ζητήσει από τον δότη να του αποδώσει μόνο τις αναγκαίες δαπάνες που έκανε για το πράγμα (αν έκανε), και όχι όλες τις δαπάνες

 

5.Κι αν ο λήπτης μεταβιβάσει παραπέρα την παροχή;

Στην περίπτωση αυτή, δημιουργείται μια τριμερής έννομη σχέση όπου ο δότης θα προσπαθήσει να διεκδικήσει την παροχή από το τρίτο πρόσωπο στο οποίο ο λήπτης την μεταβίβασε (σχηματικά θα μπορούσε να εξηγηθεί ως ΑàΒàΓ όπου Γ είναι ο τρίτος που μας ενδιαφέρει). Και εδώ υπάρχουν ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις:

  • Αν ο Β έδωσε χαριστικά (δηλαδή χωρίς αντάλλαγμα ως π.χ. δωρεά) την παροχή στον Γ, τότε ο Α μπορεί να στραφεί απευθείας κατά του τρίτου Γ για να την διεκδικήσει με αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού
  • Αν ο Β για παράδειγμα πούλησε την παροχή στον Γ, ο Α μπορεί να διεκδικήσει από τον Β όχι την παροχή (αφού δεν βρίσκεται στα χέρια του πλέον) άλλα το αντάλλαγμα που έλαβε από τον Γ, είτε αυτό είναι χρήματα, είτε κάποιο άλλο πράγμα (π.χ. αν έγινε ανταλλαγή μεταξύ Β και Γ).
  • Σε αρκετές περιπτώσεις ο λήπτης μεταβιβάζει την παροχή σε τρίτο πρόσωπο προκειμένου να ζημιώσει τον αρχικό δότη. Τέτοιες συμβάσεις ονομάζονται καταδολιευτικές και ο Α εδώ θα μπορεί να ασκήσει αγωγή διάρρηξης της συγκεκριμένης σύμβασης προκειμένου αυτή να ακυρωθεί, και η παροχή να επιστρέψει στα χέρια του Β για να το λάβει από εκεί ο Α). Αναγκαίο όμως εδώ είναι ο Γ να γνωρίζει ότι ο Β του μεταβίβασε την παροχή με σκοπό να βλάψει τον Α. Για την αγωγή διάρρηξης θα αναφερθούμε αναλυτικά σε επόμενη ανάλυση μας.
  • Ο Α ως δότης έχει τις παραπάνω δυνατότητες, υπό την προϋπόθεση ότι ο Β μεταβίβασε στον Γ την παροχή ΠΡΙΝ τον κρίσιμο χρόνο (=πριν ο Α επιδώσει αγωγή στον Β, ή ο Β μάθει κατ’ άλλον τρόπο την ανυπαρξία του χρέους κλπ.), και εφόσον ο πλουτισμός δεν σώζεται στον Β (δεν τον κατέχει δηλαδή)

 

6.Υπάρχει παραλλαγή για την παραπάνω περίπτωση;

Τα ενδεχόμενα που αναφέρθηκαν παραπάνω έχουν και μια ακόμα περίπτωση: να μεταβιβάσει ο λήπτης την παροχή σε τρίτο πρόσωπο μετά τον κρίσιμο χρόνο (=αφού του επιδόθηκε η αγωγή από τον δότη). Σε αυτήν την περίπτωση, που δεν είναι και σπάνια στην πράξη, ο Α έχει την δυνατότητα να στραφεί απευθείας και μόνο κατά του Β για να διεκδικήσει από αυτόν το αντάλλαγμα που έλαβε (αν η παροχή δόθηκε λόγω πώλησης) από τον Γ. Κρίσιμο είναι να τονίσουμε ότι εδώ δεν δημιουργείται ευθύνη του Γ έναντι του Α, καθώς ο τρίτος, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αφορούν καταδολιευτικές συμβάσεις, ενδέχεται σοβαρά να μην γνωρίζει ότι αυτός από τον οποίο απέκτησε την παροχή στην πραγματικότητα δεν ήταν κύριος αυτής. Για αυτόν τον λόγο θα ήταν νομικά ανεπίτρεπτο να ενδέχεται ο τρίτος να ‘χάσει’ την παροχή του, επειδή δεν γνώριζε κάποιες περιστάσεις, που ούτως ή άλλως, δεν θα μπορούσε να τις γνωρίζει.

 

7.Πότε αποκλείεται γενικά η αναζήτηση;

Οι διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού θεσπίζουν ορισμένες περιπτώσεις στις οποίες αποκλείεται η αναζήτηση της παροχής από εκείνον που την έδωσε (=τον δότη). Ειδικότερα, η αναζήτηση αποκλείεται:

  • Αν ο δότης γνώριζε ότι το χρέος το οποίο κατέβαλε ήταν αχρεώστητο (=ότι δηλαδή δεν το όφειλε στην πραγματικότητα). Αυτό όμως θα πρέπει να το αποδείξει ο λήπτης της παροχής
  • Αν ο δότης εκπλήρωσε την παροχή του από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας (αξίζει να αναφερθεί ότι σε αυτήν την περίπτωση εκείνος που έδωσε την παροχή μπορεί να αναζητήσει μόνο το μέρος εκείνο που υπερβαίνει το ιδιαίτερο καθήκον και δεν δικαιολογείται από τις περιστάσεις π.χ. το μέρος εκείνο που καθιστά ένα χρηματικό ποσό υπέρογκο, το οποίο δόθηκε ως επιπλέον αποζημίωση από καταγγελία σύμβασης εργασίας).
  • Αν η παροχή δόθηκε για ανήθικο σκοπό και ο δότης γνώριζε την ανηθικότητα στην οποία στηριζόταν η παροχή (π.χ. ο δότης πούλησε στον λήπτη μια ποσότητα ναρκωτικών και άρα δεν μπορεί να διεκδικήσει το αντάλλαγμα, εφόσον δεν του το καταβάλλει ο λήπτης, διότι η πώληση των ναρκωτικών ως αιτία της σύμβασης εμπίπτει στην έννοια του ανήθικου σκοπού, και είναι πολύ πιθανό, αν όχι βέβαιο, να το γνώριζε και ο ίδιος ο δότης).

 

8.Αδικαιολόγητος πλουτισμός και εικονικό τίμημα σε συμβόλαιο

Όπως έχουμε αναφέρει και σε άλλη ανάλυση μας, δεν είναι λίγες οι φορές που στα συμβόλαια για αγορά/πώληση ακινήτου αναγράφεται χαμηλότερο τίμημα από την πραγματική αξία για την οποία το ακίνητο μεταβιβάζεται, για φορολογικούς κυρίως λόγους. Μολονότι με βάση τις αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων οι συμβάσεις αυτές είναι έγκυρες, εντούτοις το επιπλέον τίμημα που λαμβάνει ο πωλητής, και το οποίο δεν αναγράφεται στο συμβόλαιο μεταβίβασης, καθιστά τον τελευταίο αδικαιολόγητα πλουσιότερο. Με αφορμή σχετικό ερώτημα που υποβλήθηκε στα ελληνικά δικαστήρια, σχετικά με το αν ο αγοραστής μπορεί μέσω αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού, να διεκδικήσει το επιπλέον τίμημα από τον πωλητή, η απάντηση που δόθηκε (όχι ενιαία) ήταν ότι ο αγοραστής μπορεί να διεκδικήσει το επιπλέον τίμημα, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν υπερβαίνει την εμπορική αξία του ακινήτου, του οποίου ο αγοραστής έγινε ιδιοκτήτης. Για παράδειγμα, αν ο αγοραστής έδωσε 100.000 ευρώ (70.000 ευρώ αναγράφονταν στο συμβόλαιο και 30.000 ευρώ δόθηκαν ‘’στο χέρι’’) για ένα ακίνητο αξίας 80.000 ευρώ, ο αγοραστής, σε αυτήν την περίπτωση, μπορεί να διεκδικήσει ως αδικαιολόγητο πλουτισμό την διαφορά των 20.000 ευρώ (100.000-80.000 ευρώ) που προκύπτει από το συνολικό τίμημα που καταβλήθηκε σε σύγκριση με την αξία του ακινήτου, που αποτέλεσε αντικείμενο της σύμβασης. Είναι άλλο θέμα βέβαια αν κάποιος αγοραστής θα ήθελε να ασκήσει αυτήν την αξίωση, με δεδομένο ότι οι συνέπειες από τις φορολογικές παραβάσεις θα ήταν βαρύτατες.

 

9.Πότε παραγράφεται η αξίωση αυτή;

Ο κανόνας είναι ότι η αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού υπόκειται στην συνήθη 20ετή παραγραφή των αξιώσεων από τότε που γεννήθηκε (δηλαδή από τότε που ο λήπτης απέκτησε τον πλουτισμό και συνέτρεξαν όλες οι προϋποθέσεις του νόμου ,όπως τις περιγράφουμε στην ερώτηση 2, για να γεννηθεί η ευθύνη που προβλέπει ο νόμος). Σε αυτόν τον κανόνα υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις:

  • Αν η αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού αποτελεί μέρος μιας μεγαλύτερης έννομης σχέσης (π.χ. σύμβασης πώλησης που έχει διαφορετική παραγραφή), τότε η αξίωση παραγράφεται στον ίδιο χρόνο με την κύρια αξίωση (άρα εδώ η αξίωση αδικαιολόγητου θα παραγραφεί σε 5 έτη από την γέννηση της όπως και η αξίωση από την σύμβαση πώλησης, αντί για την συνήθη 20ετία παραγραφής).
  • Όταν κάποιος προτείνει τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ως ένσταση όχι ως αξίωση,(π.χ. με τις προτάσεις του στην αγωγή) τότε μπορεί να τον προτείνει πάντοτε χωρίς περιορισμούς (αφού μόνο οι αξιώσεις παραγράφονται και όχι οι ενστάσεις)

 

10.Η σημασία της ρήτρας επιφύλαξης όταν πληρώνω αμφισβητούμενους τίτλους

Με βάση όσα αναφέραμε παραπάνω, αλλά και με την συναλλακτική πρακτική στην καθημερινή ζωή, προκύπτουν 3 πράγματα:

  • Δεν είναι απίθανο να ανατραπεί μια σύμβαση (ακόμα και με υπαιτιότητα της άλλης πλευράς). Για αυτό είναι κρίσιμο να μελετάμε προσεκτικά τους όρους της. Σημασία δεν έχει να είναι μόνο κάτι νομικά ορθό, αλλά και να μην δημιουργεί υπερβολικές δυσκολίες στην λύση της σύμβασης, αν τα πράγματα δεν πάνε όπως πρέπει.
  • Είναι άλλο πράγμα να ανατραπεί η ίδια η σύμβαση και άλλο να ανατραπεί ο λόγος για τον οποίο συνήψαμε αυτήν την σύμβαση (μόνο στην δεύτερη περίπτωση γεννιέται γνήσια αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού και υπάρχουν προοπτικές διεκδικήσεις της).
  • Για τους παραπάνω λόγους, σκόπιμο θεωρείται, όταν οι όροι μιας σύμβασης μας δυσκολεύουν, να παίρνουμε την βοήθεια ενός νομικού παραστάτη για να την ελέγξει (και αντίστοιχα να την εγκρίνουμε/απορρίψουμε). Εφόσον υπάρχει επείγουσα περίπτωση (και τυπικά πιεζόμαστε να την υπογράψουμε άμεσα) θα μπορούσαμε να το πράξουμε, θέτοντας την ρήτρα ‘’επιφυλάσσομαι παντός νόμιμου δικαιώματος’’. Με τον τρόπο αυτό δηλώνουμε στην άλλη πλευρά ότι εφόσον προκύψουν αξιώσεις από την σύμβαση ή εξαιτίας αυτής δεν θα διστάσουμε να τις ασκήσουμε, χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος να απορριφθούν αυτές ως αβάσιμες.

 

 

Όσα αναφέρονται παραπάνω δεν αποτελούν νομικές συμβουλές και ουδεμία ευθύνη φέρεται για αυτές.Για περισσότερες πληροφορίες,επικοινωνήστε μαζί μας.