Ανήλικοι:Πώς τους αντιμετωπίζει ο νόμος;Πότε μπορούν να αποφυλακιστούν;

Ανήλικοι:Πώς τους αντιμετωπίζει ο νόμος;Πότε μπορούν να αποφυλακιστούν;

Μετά τα πρόσφατα γεγονότα με συμπλοκές ανηλίκων ξεκίνησε μια συζήτηση σχετικά με τις ποινές που επιβάλλονται στους ανηλίκους και την ανεκτικότητα του νόμου απέναντι στους τελευταίους.Είναι όμως έτσι;Ας δούμε σε αυτό το κείμενο τον τρόπο που ο νόμος αντιμετωπίζει τους ανηλίκους,πότε μπορούν αυτοί να οδηγηθούν στην φυλακή καθώς και με ποιες προϋποθέσεις αποφυλακίζονται.Έτσι θα υπάρχει μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για το νομικό σύστημα στην Ελλάδα σήμερα όσον αφορά το φαινόμενο της βίας μεταξύ ανηλίκων.

1.Τι είδους εγκλήματα τελούν οι ανήλικοι κατά τον νόμο;

Έχοντας υπόψη το νεαρό της ηλικίας τους, ο νόμος αντιμετωπίζει τα εγκλήματα που τελούν οι ανήλικοι ως πλημμελήματα. Αυτό το γεγονός έχει διαφορές συνέπειες, μια από τις οποίες είναι ο χρόνος παραγραφής του εγκλήματος (τα πλημμελήματα παραγράφονται μετά από 5 έτη από την ημέρα που ο κατηγορούμενος τέλεσε το έγκλημα, ενώ η παραγραφή τους δεν μπορεί να ανασταλεί για περισσότερο από 3 χρόνια). Άρα ο μέγιστος χρόνος παραγραφής ενός εγκλήματος είναι τα 8 έτη, με τον χρόνο αυτό να ισχύει και για τους ανηλίκους.

Παράλληλα με βάση τον νόμο αν ο ανήλικος είναι νεότερος από 15 ετών, τότε το έγκλημα που τέλεσε δεν καταλογίζεται σε αυτόν=ο τελευταίος θα παραμείνει εκτός φυλακής και θα του επιβληθούν αναμορφωτικά θεραπευτικά μέτρα, όπως θα δούμε παρακάτω. Ακόμη, αν ο ανήλικος είναι νεότερος των 12 ετών δεν έχει καμία ποινική ευθύνη=δεν μπορούν να του επιβληθούν ούτε αναμορφωτικά/θεραπευτικά μέτρα. Οι ανήλικοι, ακόμη απολύονται με πιο ευεργετικές διατάξεις από τις φυλακές, καθώς οι ποινές που τους επιβάλλονται δεν θεωρούνται κάθειρξη, ώστε να δυσκολεύει ο δρόμος προς την αποφυλάκιση τους.

Σημασία για να κριθεί νομικά αν κάποιος είναι ανήλικος, έχει η ηλικία του κατηγορουμένου όταν τέλεσε το έγκλημα. Είναι, δηλαδή, αδιάφορο το ότι ο ίδιος μπορεί να έχει ενηλικιωθεί όταν θα παραπεμφθεί για να δικαστεί από το αρμόδιο δικαστήριο. Με βάση τον νόμο, πρώτα εξετάζεται αν μπορούν να επιβληθούν στον ανήλικο αναμορφωτικά/θεραπευτικά μέτρα προκειμένου ο τελευταίος να συνετιστεί για την πράξη που τέλεσε. Ειδικά και εφόσον τα συγκεκριμένα μέτρα αποτύχουν, θα επιβληθεί ο περιορισμός του ανηλίκου σε κατάστημα κράτησης νέων=μια φυλακή με άλλους ανηλίκους όπου δεν περιλαμβάνονται ενήλικες.

2.Πότε μπορεί να επιβληθεί προσωρινή κράτηση σε αυτούς;

Όπως είχαμε αναφέρει και στο κείμενο μας σχετικά με τις αλλαγές του Νέου Ποινικού Κώδικα, ο δρόμος για την φυλάκιση των ανηλίκων έγινε πιο εύκολος με παρέμβαση του νομοθέτη. Πιο συγκεκριμένα, μόνο οι ανήλικοι που έχουν τουλάχιστον ηλικία 15 ετών μπορούν να κρατηθούν σε φυλακές ανηλίκων. Θα πρέπει επίσης, το έγκλημα το οποίο τέλεσαν, να χαρακτηριστεί ως κακούργημα αν το τελούσε αντίστοιχα ένας ενήλικος (ο χαρακτηρισμός αυτός του εγκλήματος προκύπτει από το ύψος της ποινής, αφού στα κακουργήματα απειλείται ποινή κάθειρξης τουλάχιστον μεγαλύτερη από 5 έτη).

Για να επιβληθεί στον ανήλικο ποινή περιορισμού σε ειδικές φυλακές, το δικαστήριο θα πρέπει να αιτιολογήσει στην απόφαση γιατί τα αναμορφωτικά/θεραπευτικά μέτρα απέτυχαν στην περίπτωση του συγκεκριμένου ανήλικου ή γιατί τα συγκεκριμένα μέτρα είναι πιθανό να αποτύχουν. Η κράτηση του ανηλίκου στις φυλακές, ως ποινή, μπορεί να επιβληθεί και αν ο ανήλικος παραβιάσει τα μέτρα που του επιβλήθηκαν και δεν συμμορφώνεται με αυτά, ακόμη κι αν του έχει γίνει σύσταση από τον αρμόδιο εισαγγελέα. Η δικαστική απόφαση θα πρέπει επίσης να ορίζει ακριβώς τον χρόνο που ο ανήλικος θα παραμείνει στις φυλακές ανηλίκων, όπως θα δούμε και παρακάτω.

Δεν απαιτείται πλέον, στον νόμο, η πράξη που τέλεσε ο ανήλικος να περιλαμβάνει στοιχεία βίας ή να στρέφεται κατά της ζωής/σωματικής ακεραιότητας του θύματος=οποιοδήποτε έγκλημα μπορεί  να χαρακτηριστεί ως κακούργημα στον Ποινικό Κώδικα, αν τελεστεί από ανήλικο, επιτρέπει νομικά να φυλακιστεί ο δράστης. Το δικαστήριο, από την άλλη, έχει την δυνατότητα, αντί να επιβάλλει ποινή φυλάκισης στον ανήλικο, να μετατρέψει την ποινή του τελευταίου και είτε να επιβάλλει σε αυτόν ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας για συγκεκριμένο αριθμό ωρών είτε να του επιτρέψει να εκτίσει την ποινή σε δικό του χώρο (του ανηλίκου) υπό ηλεκτρονική επιτήρηση (φορώντας δηλαδή, όπως λένε πολλοί, το λεγόμενο ‘βραχιολάκι’).

3.Πόσο διαρκεί η προσωρινή κράτηση;

Ο όρος προσωρινή κράτηση εννοεί την κράτηση του ανήλικου σε αντίστοιχο κατάστημα (δηλαδή φυλακή ανηλίκων) για το διάστημα από την ημέρα της απολογίας του στον ανακριτή μέχρι και την ημέρα διεξαγωγής της δίκης. Πιο συγκεκριμένα, ο νόμος πάνω σε αυτό το θέμα προβλέπει ότι:

  • Μόνο οι ανήλικοι ηλικίας 15 ετών και άνω μπορούν να κρατηθούν προσωρινά και εφόσον έχουν τελέσει κάποιο έγκλημα που αν το τελούσε ενήλικος θα χαρακτηριζόταν ως κακούργημα.
  • Η διάρκεια της προσωρινής κράτησης του ανηλίκου δεν μπορεί να ξεπεράσει τους 6 μήνες.
  • Η προσωρινή κράτηση στους ανήλικους δεν μπορεί ποτέ να παραταθεί για χρονικό διάστημα μετά τους 6 μήνες (το αντίθετο συμβαίνει στους ενηλίκους).
  • Το ένταλμα με το οποίο επιβάλλεται προσωρινή κράτηση θα πρέπει να αιτιολογεί ειδικά γιατί τα αναμορφωτικά/θεραπευτικά δεν θα έχουν αποτέλεσμα στην διαγωγή του ανηλίκου=εξετάζει και η προσωπικότητα του συγκεκριμένου ανηλίκου καθώς και στοιχεία του χαρακτήρα του.
  • Το ίδιο ισχύει και για τους περιοριστικούς όρους που επιβάλλονται στον ανήλικο (πχ κατάθεση εγγύησης/απαγόρευση εξόδου από την χώρα/υποχρεωτική εμφάνιση κατά διαστήματα σε αστυνομικό τμήμα κλπ). Και αυτοί οι όροι θα πρέπει να κρίνονται ανεπαρκείς για την περίπτωση του ανηλίκου.
  • Εφόσον ο ανήλικος το ζητήσει, μπορεί να παραμείνει στον χώρο του με ηλεκτρονική επιτήρηση, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλα τα αναγκαία στοιχεία του νόμου για κρατηθεί γενικά ο ανήλικος (όπως τις αναλύσαμε παραπάνω).
  • Γενικότερα προσωρινή κράτηση επιβάλλεται στον ανήλικο όταν αυτός με το έγκλημα που έχει τελέσει κρίνεται ύποπτος φυγής ή τέλεσης άλλων εγκλημάτων αν παραμείνει ελεύθερος. Δεν αρκεί όμως το δικαστήριο να εκτιμήσει την βαρύτητα του εγκλήματος που τέλεσε ο ανήλικος=πρέπει να εκτιμηθούν κι άλλοι παράγοντες.
  • Ο ανήλικος μπορεί, αν το επιθυμεί, να ασκήσει προσφυγή κατά του ανακριτή που επέβαλε σε αυτόν την προσωρινή κράτηση ή κατά του συμβουλίου πλημμελειοδικών, με αίτημα να αρθεί η προσωρινή κράτηση του ή να αντικατασταθεί με κάποιον περιοριστικό όρο (ακόμη και με ηλεκτρονική επιτήρηση).

4.Τι έχει αλλάξει στην μήνυση σήμερα;

Σε ό,τι αφορά την μήνυση για κάποια αξιόποινη πράξη που τελέστηκε, αυτή (η μήνυση) γίνεται από οποιοδήποτε 3ο πρόσωπο εκτός του θύματος της πράξης, δηλαδή από μάρτυρες κυρίως του περιστατικού. Η μήνυση μπορεί να γίνει είτε απευθείας στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών είτε σε κάποιον ανακριτικό υπάλληλο (αστυνομία/λιμενικό σώμα κλπ). Μπορεί να γίνει απευθείας από τον μηνυτή είτε από κάποιο πρόσωπο που έχει λάβει πληρεξουσιότητα από τον μηνυτή. Αναγκαίο είναι όμως σε αυτήν την περίπτωση να έχει βεβαιωθεί το γνήσιο της υπογραφής του μηνυτή από οποιαδήποτε δημόσια αρχή/ηλεκτρονικά/από κάποιον δικηγόρο. Αν η μήνυση γίνει προφορικά με την σύνταξη έκθεσης, φυσικά δεν απαιτείται η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής.

Τα πράγματα αλλάζουν στην λεγόμενη ‘έγκληση’, η οποία, στην ουσία είναι η δήλωση του θύματος της αξιόποινης πράξης (και όχι κάποιου 3ου προσώπου) ότι επιθυμεί την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του δράστη. Και η έγκληση γίνεται με όλες τις παραπάνω διατυπώσεις με βάση τις οποίες κατατίθεται και η μήνυση. Ο νόμος απαιτεί η δήλωση της έγκλησης του θύματος να περιγράφει με ακρίβεια την αξιόποινη πράξη (δεν είναι αναγκαίο να την χαρακτηρίζει νομικά), και τα πραγματικά περιστατικά να μπορούν να στηρίξουν κατηγορία για κάποιο έγκλημα από εκείνα που απειλούνται στον Ποινικό Κώδικα ή σε άλλους νόμους=να μην είναι αόριστη ή φανερά αβάσιμη η έγκληση γιατί αυτή κινδυνεύει να απορριφθεί από τον εισαγγελέα.

Η αλλαγή που έχει πραγματοποιηθεί εδώ και καιρό είναι ότι οι ανώνυμες μηνύσεις (από τρίτα πρόσωπα δηλαδή) απορρίπτονται κατευθείαν από τον αρμόδιο εισαγγελέα, χωρίς δηλαδή να ελεγχθούν. Το ίδιο ισχύει και αν η μήνυση έγινε με όνομα που δεν υπάρχει ή δεν έγινε νομότυπα=με κάποιον από τους τρόπους που περιγράψαμε πιο πάνω. Σε ό,τι αφορά την έγκληση, για να καταθέσει το θύμα του εγκλήματος τέτοια δήλωση σήμερα, θα πρέπει να έχει καταθέσει προηγουμένως παράβολο ύψους 100 ευρώ. Το συγκεκριμένο παράβολο δεν χρειάζεται να κατατεθεί όταν πρόκειται για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας/εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας/εγκλήματα που έγιναν με ρατσιστικά κίνητρα κλπ. Το παράβολο επίσης δεν κατατίθεται όταν το έγκλημα τελέστηκε κατά δημόσιου οργανισμού ή κατά δημοσίου υπαλλήλου και την έγκληση υποβάλλει ο ίδιος ο δημόσιος υπάλληλος υπέρ αυτού ή υπέρ του οργανισμού στον οποίο εργάζεται.

5.Τι είναι τα λεγόμενα μέτρα που επιβάλλονται στους ανηλίκους;

Βασικό χαρακτηριστικό του νόμου, είναι ότι αυτός κατά κανόνα επιβάλλει αναμορφωτικά/θεραπευτικά μέτρα στους ανηλίκους, για τις πράξεις που τελούν οι τελευταίοι. Στα αναμορφωτικά μέτρα που το δικαστήριο έχει την δυνατότητα να επιβάλλει είναι η ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου σε κάποια ανάδοχη οικογένεια/η παρακολούθηση θεραπευτικού προγράμματος από τον ανήλικο/η παροχή κοινωφελούς εργασίας εκ μέρους του ανηλίκου/η τοποθέτηση του ανηλίκου σε κάποιο ίδρυμα κλπ. Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει και άλλα μέτρα είτε 1 ξεχωριστό είτε ως σύνολο, αν η περίπτωση του ανηλίκου δικαιολογεί την επιβολή περισσότερων μέτρων. Θα πρέπει επίσης να ορίζεται και η ανώτατη διάρκεια ισχύος του αναμορφωτικού μέτρου που επιβάλλεται στον ανήλικο.

Όσον αφορά τα θεραπευτικά μέτρα, σε αυτά περιλαμβάνονται η ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου σε άλλη οικογένεια/η εισαγωγή του ανηλίκου σε κάποιο ίδρυμα/η παρακολούθηση εκ μέρους του ανηλίκου κάποιου θεραπευτικού προγράμματος. Μοιάζουν δηλαδή αυτά τα μέτρα αρκετά με τα αντίστοιχα αναμορφωτικά μέτρα. Η διαφορά είναι ότι για να επιβληθούν αυτά τα μέτρα στον ανήλικο, θα πρέπει ο τελευταίος να πάσχει από ψυχική/νόσο, να έχει εθισμό σε αλκοόλ/ναρκωτικές ουσίες/ηλεκτρονικές συσκευές και να μην μπορεί να απεξαρτηθεί από μόνος του. Αν συντρέχει, δηλαδή, μια από τις παραπάνω περιπτώσεις, τότε ο ανήλικος, με βάση τον νόμο, έχει ανάγκη από ειδική μεταχείριση, και για αυτό δικαιολογείται στον τελευταίο η επιβολή των αντίστοιχων μέτρων από το δικαστήριο.

Φυσικά, το δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε να αντικαταστήσει τα αναμορφωτικά μέτρα που επιβλήθηκαν στον ανήλικο με τα αντίστοιχα θεραπευτικά, εφόσον υπάρχει γνωμοδότηση από την αρμόδια υπηρεσία ανηλίκων. Παράλληλα, έχει την ευχέρεια να διακόψει και τα μέτρα αυτά, εφόσον ο σκοπός για τον οποίο επιβλήθηκαν, έχει πια εκπληρωθεί=εφόσον η διαγωγή του ανηλίκου έχει βελτιωθεί/ο ανήλικος είναι πλέον υγιής σωματικά και ψυχικά/έχει αντιληφθεί την σοβαρότητα του εγκλήματος που τέλεσε κλπ. Τα μέτρα πάντως που επιβάλλονται στον ανήλικο παύουν να ισχύουν μετά το 18 έτος ηλικίας του ανηλίκου, ενώ μπορούν κατ’ εξαίρεση να παραταθούν μέχρι και το 25ο έτος της ηλικίας του, μετά από αντίστοιχη γνωμοδότηση.

6.Με ποιον τρόπο οι ανήλικοι παραπέμπονται για να δικαστούν;

Ο νόμος, όταν πρόκειται για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο δικαστήριο, προβλέπει τις εξής δυνατότητες: Είτε να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος με βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών, το οποίο αφού γίνει αμετάκλητο, ‘σφραγίζει’ την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο προκειμένου να δικαστεί. Ο κατηγορούμενος διατηρεί από τον νόμο το δικαίωμα να προσβάλλει με έφεση το βούλευμα αυτό, εφόσον θεωρεί ότι αυτό είναι εσφαλμένο.

Από την άλλη πλευρά υπάρχει η δυνατότητα ο κατηγορούμενος να παραπεμφθεί στο δικαστήριο με απευθείας κλήση, δηλαδή με έγγραφο που του επιδίδεται και το οποίο ορίζει κατευθείαν την ημέρα της δικασίμου. Για να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος με αυτόν τον τρόπο, θα πρέπει ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών να συμφωνεί ως προς την παραπομπή του και αντίστοιχα ο πρόεδρος εφετών να δώσει την δική του σύμφωνη γνώμη. Έτσι παρακάμπτεται η (πολλές φορές) χρονοβόρα διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων.

Επειδή ο νόμος δεν διακρίνει πια, όταν πρόκειται για ανήλικο κατηγορούμενο που πρόκειται να δικαστεί, ο τελευταίος μπορεί να παραπεμφθεί στο δικαστήριο και με τους 2 τρόπους που περιγράψαμε. Για να παραπεμφθεί όμως στο ακροατήριο με απευθείας κλήση, θα πρέπει να έχει τελέσει κάποιο κακούργημα από ειδικούς νόμους (πχ ναρκωτικά/όπλα κλπ), είτε να έχει διαπράξει κλοπή ιδιαίτερα διακεκριμένη είτε ληστεία, καθώς μόνο για τα συγκεκριμένα εγκλήματα επιτρέπεται η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο με απευθείας κλήση.

7.Σε τι διαφέρει η βαριά από την απλή σωματική βλάβη;

Η συγκεκριμένη διάκριση έχει μεγάλη σημασία, καθώς η βαριά σωματική βλάβη μπορεί να επισύρει ποινή κάθειρξης (5 έως 20 έτη) για τον κατηγορούμενο, αν ο τελευταίος την προκάλεσε στο θύμα έχοντας δόλο. Αντίθετα, η απλή σωματική βλάβη επισύρει ποινή φυλάκισης έως 2 έτη ή και μόνο χρηματική ποινή. Η απλή σωματική βλάβη σαν έγκλημα διώκεται μόνο μετά από έγκληση του παθόντος, ενώ η βαριά σωματική βλάβη διώκεται αυτεπάγγελτα σαν αδίκημα.

Η βαριά σωματική βλάβη γενικά θεωρείται εκείνη η βλάβη που μπορεί να προκαλέσει στο θύμα κίνδυνο ζωής ή μακροχρόνια αρρώστια/σοβαρό ακρωτηριασμό ή ακόμη και αναπηρία. Στην έννοια της παραπάνω σωματικής βλάβης εντάσσονται και οι πράξεις εκείνες που εμποδίζουν το θύμα να χρησιμοποιήσει για αρκετό καιρό το σώμα του ή το μυαλό του. Τα κριτήρια επομένως αυτά μοιάζουν να είναι περισσότερο αντικειμενικά καθώς οι παραπάνω συνέπειες της πράξης αφήνουν ένα αποτύπωμα στο σώμα ή την ψυχική υγεία του θύματος.

Ο κανόνας στην βαριά σωματική βλάβη είναι ότι αυτή τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 2 ετών (άρα μέχρι 5 ετών) υπό την προϋπόθεση ότι αυτή τελείται από αμέλεια ή με ενδεχόμενο δόλο=ο δράστης αποδεχόταν την βαριά σωματική βλάβη του θύματος πιστεύοντας όμως ότι αυτή δεν θα επέλθει τελικά. Αν, αντίθετα, ο δράστης επεδίωκε την βαριά σωματική βλάβη του θύματος, τότε τιμωρείται με ποινή κάθειρξης από 5 έως 20 έτη. Σε περίπτωση, που η βαριά σωματική βλάβη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του θύματος, τότε ο δράστης τιμωρείται με ποινή κάθειρξης έως 10 έτη.

8.Μπορούν οι ανήλικοι να εκτίουν την ποινή τους ‘με βραχιολάκι’;

Εφόσον ο ανήλικος που έχει καταδικασθεί σε ποινή φυλάκισης, επιθυμεί να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του στην κατοικία του υπό ηλεκτρονική επιτήρηση, ο νόμος του παρέχει την συγκεκριμένη δυνατότητα με κάποιες προϋποθέσεις. Πιο αναλυτικά, ο ανήλικος θα πρέπει να έχει εκτίσει το 1/3 της ποινής που του επιβλήθηκε, και σε κάθε περίπτωση να έχει παραμείνει στην φυλακή για χρόνο ίσο με το 1/5 της ποινής του.

Το δικαστήριο, επίσης, παρέχει την άδεια στον ανήλικο να βρίσκεται κάποιες ώρες της ημέρας εκτός της κατοικίας του για λόγους εκπαίδευσης/υγείας/συμμετοχής σε πρόγραμμα απεξάρτησης κλπ. Αυτές οι ώρες μπορούν να καθορισθούν και με διάταξη του εισαγγελέα, ο οποίος, αν το κρίνει απαραίτητο έχει το δικαίωμα να τις τροποποιήσει, εφόσον αυτές δεν ανταποκρίνονται με την προσωπικότητα και τα χαρακτηριστικά του καταδικασθέντος ανηλίκου.

Τέλος, αν ο ανήλικος κατά την διάρκεια της ηλεκτρονικής επιτήρησης τελέσει πλημμέλημα, ως ενήλικος, με δόλο για το οποίο στην συνέχεια καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 1 έτους, τότε η απόλυση από τις φυλακές αίρεται και ο ίδιος υποχρεούται να επιστρέψει σε αυτές. Το ίδιο συμβαίνει και αν ο ίδιος, τέλεσε, ως ενήλικος, έγκλημα το οποίο θεωρείται από τον νόμο κακούργημα. Αν ο ανήλικος ολοκληρώσει με επιτυχία τον χρόνο δοκιμασίας χωρίς να τελέσει κάποιο έγκλημα, τότε η ποινή του θεωρείται ότι εκτίθηκε (παρόλο δηλαδή που η έκτιση της έγινε με ηλεκτρονική επιτήρηση).

9.Πότε μπορεί να απολυθεί ο ανήλικος από τις φυλακές;

Όσον αφορά τον χρόνο κατά τον οποίο μπορεί ο ανήλικος να απολυθεί από τις φυλακές, ο νόμος ορίζει τα εξής:

  • Ο ανήλικος μπορεί να απολυθεί από τις φυλακές ανηλίκων αφού έχει εκτίσει το ½ της ποινής του.
  • Παράλληλα το δικαστήριο ορίζει για αυτόν τον χρόνο δοκιμασίας του, δηλαδή ένα χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο ο ανήλικος οφείλει να μην τελέσει ίδιο/άλλο έγκλημα αλλιώς θα επιστρέψει στην φυλακή για να εκτίσει και την υπόλοιπη ποινή του.
  • Ο χρόνος αυτός δοκιμασίας μπορεί να φτάσει το πολύ μέχρι το υπόλοιπο της ποινής που έχει να εκτίσει ο ανήλικος=αφού αφαιρεθεί το μέρος της ποινής που έχει εκτίσει ήδη ο ανήλικος στις φυλακές.
  • Αν πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις, το δικαστήριο οφείλει να απολύσει τον ανήλικο από τις φυλακές, εκτός αν με ειδική αιτιολογία κριθεί ότι ο τελευταίος είναι αναγκαίο να παραμείνει στις φυλακές.
  • Αν η αίτηση απόλυσης του ανηλίκου από τις φυλακές απορριφθεί από το δικαστήριο, ο τελευταίος μπορεί να υποβάλλει καινούργια αίτηση 2 μήνες μετά την απόρριψη της αίτησης, εκτός αν βρεθούν νέα στοιχεία οπότε η νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί και νωρίτερα.
  • Πριν το δικαστήριο συνεδριάσει για να κρίνει την αίτηση απόλυσης του ανηλίκου, ο τελευταίος καλείται υποχρεωτικά σε αυτήν 10 τουλάχιστον ημέρες πριν, και μπορεί να παραστεί ο ίδιος αυτοπροσώπως ή μέσω συνηγόρου για να εκφράσει τις απόψεις του.
  • Εφόσον υπάρχουν σπουδαίοι λόγοι και ο ανήλικος έχει ήδη εκτίσει το 1/3 της ποινής του, μπορεί να υποβάλλει κατ’ εξαίρεση αίτηση απόλυσης από τις φυλακές και η τελευταία μπορεί να γίνει δεκτή από το δικαστήριο.
  • Αν ο ανήλικος στην διάρκεια που έχει απολυθεί από τις φυλακές παραβιάσει τους όρους που του έχουν επιβληθεί, τότε η απόλυση του μπορεί να ανακληθεί εφόσον πιθανολογείται ότι ο ανήλικος δεν θα τηρήσει στο εξής τις υποχρεώσεις του.

10.Τι προβλέπει ο νόμος σε περιπτώσεις συμπλοκής;

Με δεδομένο ότι πρόκειται για ένα έγκλημα αρκετά γνωστό ειδικά μεταξύ ανηλίκων, ο νόμος το έχει ρυθμίσει με έναν ειδικό τρόπο. Πιο συγκεκριμένα, προβλέπει ότι κάθε δράστης (ακόμη και ανήλικος) τιμωρείται για το έγκλημα της συμπλοκής με μόνη την συμμετοχή του=αρκεί και μόνο που συμμετείχε στην διαμάχη και δεν ενδιαφέρει το αν δέχθηκε χτυπήματα κλπ.

Μπορεί όμως ο δράστης να παραμείνει ατιμώρητος αν αποδειχθεί ότι έχει εμπλακεί στην συμπλοκή χωρίς υπαιτιότητα του. Αυτό σημαίνει ότι αν ο ανήλικος δέχθηκε επίθεση από περισσότερους (αφού η συμπλοκή εξ ορισμού ως έγκλημα απαιτεί περισσότερους από 2 δράστες), τότε θεωρείται ότι βρίσκεται σε άμυνα και άρα δεν θα τιμωρηθεί για την συμμετοχή του στην συμπλοκή. Θα πρέπει όμως τα χτυπήματα που προκάλεσε στους επιτιθέμενους να ήταν ανάλογα με εκείνα που δέχθηκε κατά την επίθεση, δηλαδή να μην ξεπέρασε το αναγκαίο μέτρο άμυνας.

Κατά τα λοιπά, η ποινή για το έγκλημα της συμπλοκής ορίζεται από τον νόμο σε φυλάκιση έως 3 έτη ή χρηματική ποινή. Το γεγονός ότι ο νόμος αναφέρει ότι θα πρέπει από την συμπλοκή να προκλήθηκε θάνατος ή βαριά σωματική βλάβη σε κάποιο από τα θύματα της δεν είναι αναγκαίο στοιχείο για να θεωρείται ότι έχει διαπραχθεί το έγκλημα=το έγκλημα θεωρείται ολοκληρωμένο με μόνη την συμμετοχή του δράστη στην συμπλοκή και απλώς ο θάνατος/η βαριά σωματική βλάβη αξιολογούνται επιβαρυντικά κατά την επιμέτρηση της ποινής.

Δίπλα στον πελάτη και τις ανάγκες του.

Αθηνά Κοντογιάννη-Δικηγόρος

Όσα αναφέρονται παραπάνω δεν αποτελούν νομικές συμβουλές και ουδεμία ευθύνη φέρεται για αυτές.Για περισσότερες πληροφορίες,επικοινωνήστε μαζί μας.