Στην περίπτωση που ένα πρόσωπο στερείται της χρήσης του λογικού του, όχι σπάνιο φαινόμενο στην καθημερινή ζωή, αυτό θα έχει συνέπειες και σε νομικό επίπεδο. Λόγω του ότι δεν μπορεί να καταρτίζει συμβάσεις με άλλους, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να γνωρίζουμε πώς μπορεί το συγκεκριμένο πρόσωπο να προστατευθεί από επιπόλαιες ενέργειες, και παράλληλα οι τρίτοι να γνωρίζουν την κατάσταση του. Αυτό θα αποτρέψει από το να γίνουν ενέργειες, οι οποίες αφού είναι νομικά ανύπαρκτες, δεν θα δεσμεύουν τις 2 πλευρές, και άρα περισσότερο ζημιώνεται ο υγιής συμβαλλόμενος, ο οποίος δεν γνωρίζει την κατάσταση εκείνου με τον οποίο πραγματοποιεί συναλλαγές.
1.Ποιο φαινόμενο περιγράφει ο όρος;
Είναι γεγονός ότι όταν ένα φυσικό πρόσωπο δεν είναι σε καλή νοητική κατάσταση, είναι πολύ πιθανό να μην λειτουργεί με ορθολογικό τρόπο. Αυτό δεν έχει μόνο κοινωνικές/συναισθηματικές συνέπειες, αλλά και νομικές, καθώς αν συναλλαχθεί με άλλους που δεν γνωρίζουν την κατάσταση του, τότε οι τελευταίοι θα υποστούν βλάβη στα συμφέροντα τους. Για τον λόγο αυτόν, αλλά και για την προστασία της ίδιας της οικογένειας του προσώπου, ο νόμος καθιερώνει τον θεσμό της δικαστικής συμπαράστασης, στην οποία μπορεί να υποβληθεί κάποιο πρόσωπο, το οποίο αν υφίσταται οποιουδήποτε είδους σοβαρή αναπηρία, ικανή να επηρεάσει την λειτουργικότητα του, θα καθοδηγείται πλέον από ένα άλλο πρόσωπο, που ορίζεται από το δικαστήριο, και το οποίο ονομάζεται δικαστικός συμπαραστάτης. Ο τελευταίος (μπορεί να είναι και συγγενής του προσώπου) είναι αρμόδιος για τις δικαιοπραξίες που θα καταρτίζει ο συμπαραστατούμενος, ο οποίος θα ενεργεί στο εξής μόνο υπό τις οδηγίες και πάντα με την έγκριση του δικαστικού συμπαραστάτη του.
2.Τι προϋποθέτει ο νόμος;
Για να κηρυχθεί ένα πρόσωπο σε δικαστική συμπαράσταση, ο νόμος επιβάλλει να συντρέχουν ορισμένες ουσιαστικές προϋποθέσεις. Αυτές, πιο αναλυτικά, είναι:
- Να πρόκειται για ενήλικο πρόσωπο (διαφορετικά θα μιλάμε για επιτροπεία ανηλίκου).
- Να υφίσταται ψυχική/διανοητική διαταραχή το συγκεκριμένο πρόσωπο (δεν απαιτείται να είναι μόνιμη ωστόσο).
- Να υφίσταται το πρόσωπο ακόμα και σωματική αναπηρία, χωρίς παράλληλα κάποια νοητική πάθηση.
- Η διαταραχή να είναι ιδιαίτερα σοβαρή, ώστε το πρόσωπο να αδυνατεί να φροντίζει τις υποθέσεις του.
- Αλλιώς, το πρόσωπο να είναι θύμα ασωτίας/τοξικομανίας/αλκοολισμού (ούτε αυτά απαιτείται να έχουν διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα).
- Λόγω αυτών των παθήσεων να εκτίθεται σε κίνδυνο η οικογένεια του, καθώς και η οικονομική κατάσταση του γενικότερα.
- Ακόμα και οι ηλικιωμένοι μπορούν να εμπίπτουν στις παραπάνω κατηγορίες, ειδικά εφόσον παρουσιάζουν κάποιο από τα παραπάνω φαινόμενα (πιο συχνό στην πράξη είναι η άνοια).
3.Και η διαδικασία της δικαστικής συμπαράστασης;
Για να κηρυχθεί ένα πρόσωπο σε δικαστική συμπαράσταση, δεν επιλαμβάνεται αυτεπάγγελτα το δικαστήριο= πρέπει να προηγηθεί αίτηση από εκείνον που το ζητά. Παράλληλα, είναι κρίσιμο ο αιτών να προσκομίσει και την έκθεση της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας, με βάση την οποία ουσιαστικά διαπιστώνεται ότι αυτός που θα τεθεί υπό δικαστική συμπαράσταση, όντως πάσχει από τα φαινόμενα που αναφέραμε παραπάνω, και άρα δεν πρόκειται απλά για εικασίες/αμφιβολίες κλπ. Αν όμως δεν υποβληθεί η σχετική έκθεση, το δικαστήριο θα δικάσει την υπόθεση χωρίς να δημιουργείται λόγος ακυρότητας.
Γενικότερα σε αυτήν την διαδικασία, ακολουθείται το σύστημα της εκούσιας δικαιοδοσίας, που θα αναφέρουμε και σε ξεχωριστή ανάλυση μας= μπορούμε απλά να πούμε ότι δεν υπάρχουν αντίδικοι μεταξύ τους, αλλά ο αιτών πρέπει να πείσει το ίδιο το δικαστήριο σχετικά με την αλήθεια των ισχυρισμών του, προκειμένου να γίνει δεκτή η αίτηση του. Ενδεχομένως να κληθεί να καταθέσει και ο ίδιος ο συμπαραστατούμενος, αν το δικαστήριο κρίνει ότι αυτό είναι αναγκαίο για να σχηματίσει την αναγκαία δικανική πεποίθηση.
Για να είναι όμως έγκυρος ο διορισμός του δικαστικού συμπαραστάτη θα πρέπει αφενός να έχει δημοσιευθεί η απόφαση του δικαστηρίου που δέχεται την αίτηση και διατάζει την θέση του προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, και αφετέρου αυτή η απόφαση να έχει καταχωρισθεί σε ειδικό δημόσιο βιβλίο, το οποίο τηρείται για να μπορούν οι 3οι να πληροφορηθούν την πνευματική κατάσταση του προσώπου με το οποίο ενδέχεται να συναλλαχθούν στο μέλλον.
4.Ποιες είναι οι μορφές της δικαστικής συμπαράστασης;
Είναι σημαντικό, το ότι η δικαστική συμπαράσταση σαν διαδικασία έχει πολλές μορφές, ακριβώς για να εξυπηρετεί τους διάφορους σκοπούς και ανάγκες της κοινωνικής πραγματικότητας. Ειδικότερα αυτή διακρίνεται σε:
- Στερητική δικαστική συμπαράσταση, όταν δηλαδή το πρόσωπο απαγορεύεται να διενεργήσει οποιαδήποτε συναλλαγή χωρίς την συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη
- Επικουρική δικαστική συμπαράσταση, όταν δηλαδή για όλες ή τουλάχιστον ορισμένες από τις υποθέσεις του προσώπου πρέπει να έχει δώσει την συναίνεση του προηγουμένως ο δικαστικός συμπαραστάτης, αλλιώς θα είναι άκυρες.
Οι παραπάνω μορφές δικαστικής συμπαράστασης διακρίνονται περαιτέρω, ανάλογα το αν η απαγόρευση αφορά σε όλες ή ορισμένες από τις πράξεις του συμπαραστατουμένου:
- Μερική δικαστική συμπαράσταση, όταν δηλαδή η παραπάνω απαγόρευση αφορά ορισμένες μόνο υποθέσεις του προσώπου κι όχι όλες (πχ του επιτρέπεται να καταρτίζει συμβάσεις αλλά χωρίς το τίμημα να υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ).
- Πλήρη δικαστική συμπαράσταση, όταν δηλαδή η παραπάνω απαγόρευση αφορά όλες τις υποθέσεις του προσώπου και άρα δεν μπορεί να επιχειρήσει καμία από αυτές χωρίς την συναίνεση του συμπαραστάτη του.
5.Ποιοι μπορούν να υποβάλλουν την σχετική αίτηση;
Σε αυτό το σημείο, ο νόμος είναι ιδιαίτερα συγκεκριμένος και δεν αφήνει περιθώρια για ευρύτερες ερμηνείες. Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι την αίτηση νομιμοποιούνται να υποβάλλουν:
- Το ίδιο το πρόσωπο που βιώνει την διαταραχή (περιλαμβάνει και όλες τις άλλες περιπτώσεις που αναφέραμε παραπάνω)
- Ο/Η σύζυγος του και λόγω του ότι απαιτείται να υπάρχει έγγαμη συμβίωση, αποκλείεται ο/η σύντροφος
- Οι γονείς του συγκεκριμένου προσώπου
- Τα τέκνα του, ακόμα κι αν αυτά είναι ενήλικα
- Ο εισαγγελέας, εφόσον πληροφορηθεί τα παραπάνω γεγονότα, και θεωρεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου
- Το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, δηλαδή χωρίς να υποβληθεί από κανέναν αίτηση (πράγμα βέβαια σπάνιο στην πράξη, καθώς σχεδόν πάντα η αίτηση θα έχει υποβληθεί από κάποιο πρόσωπο)
Σε περίπτωση που αυτός που επιθυμεί να υποβάλλει την αίτηση, δεν υπάγεται σε καμία από τις παραπάνω κατηγορίες, και άρα δεν έχει νομιμοποίηση για την υποβολή της αίτησης, τότε δικαιούται να ζητήσει από τον εισαγγελέα να υποβάλλει εκείνος την αίτηση= να του παρουσιάσει τα στοιχεία που κατά την κρίση του δικαιολογούν την υποβολή του προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, και ο εισαγγελέας να υποβάλλει την αίτηση λόγω της ιδιότητας του, χωρίς να παραβιάζονται παράλληλα και οι διατάξεις του νόμου, δηλαδή δεν κινδυνεύει η αίτηση να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
6.Πότε μπορεί να σταματήσει η δικαστική συμπαράσταση;
Η δικαστική συμπαράσταση, καταρχήν μπορεί να σταματήσει όταν πάψουν να υπάρχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται εκ του νόμου= όταν το πρόσωπο ανακτήσει την χρήση του λογικού του/δεν υφίσταται πλέον την διαταραχή όπως προηγουμένως/έχει αντιμετωπίσει τα προβλήματα ασωτίας/τοξικομανίας κλπ. Βέβαια, η διαπίστωση ότι έχουν σταματήσει να υπάρχουν οι παραπάνω καταστάσεις είναι στην κρίση του δικαστηρίου, το οποίο θα πρέπει να θεωρήσει ως αρκετά πιθανά τα συγκεκριμένα γεγονότα.
Για να αρθεί η δικαστική συμπαράσταση, θα πρέπει να υποβληθεί αίτηση προς το δικαστήριο από τα πρόσωπα που αναφέραμε και παραπάνω, και να γίνει επίκληση της υγιούς κατάστασης στην οποία βρίσκεται πλέον το πρόσωπο και άρα της μη αναγκαιότητας στο εξής της δικαστικής συμπαράστασης.
Σε αυτό το σημείο, είναι αναγκαίο να γίνουν 2 επισημάνσεις:
- Αν το πρόσωπο πάσχει αποκλειστικά από σωματική αναπηρία, και άρα όχι από διατάραξη της συνείδησης (πχ είναι κατάκοιτος/χρησιμοποιεί αναπηρικό καρότσι για τις ανάγκες του) τότε μόνο εκείνο νομιμοποιείται να υποβάλλει την αίτηση για άρση της δικαστικής συμπαράστασης, και κανένα άλλο πρόσωπο ως αποτέλεσμα.
- Αν ο δικαστικός συμπαραστάτης αντιληφθεί περιστατικά που δικαιολογούν την άρση της δικαστικής συμπαράστασης (πχ ότι το πρόσωπο ανέκτησε τα λογικά του και ξεπέρασε τις παθήσεις του), τότε θα πρέπει ο ίδιος να γνωστοποιήσει τα συγκεκριμένα περιστατικά στο δικαστήριο, προκειμένου το τελευταίο να κρίνει ανάλογα.
7.Ποια αποτελέσματα έχει;
Εφόσον η αίτηση για την υποβολή του προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση γίνει δεκτή από το δικαστήριο και δημοσιευθεί με τον τρόπο που περιγράψαμε παραπάνω, στο εξής επέρχονται συγκεκριμένα αποτελέσματα:
- Το πρόσωπο είναι ικανό να επιχειρεί μόνο τις συγκεκριμένες δικαιοπραξίες που ορίζονται στην απόφαση (ενδέχεται και καμία εφόσον η απόφαση περιλαμβάνει πλήρη απαγόρευση).
- Το δικαστήριο δεν εμποδίζεται με μεταγενέστερη απόφαση να τροποποιήσει τους όρους που είχε επιβάλλει στο πρόσωπο, αναλόγως και του πόσο θα αλλάξουν οι συνθήκες.
- Το πρόσωπο ενδεικτικά δεν μπορεί να επιχειρεί χαριστικές δικαιοπραξίες= να κάνει δωρεές προς τρίτους, να δέχεται την εξόφληση απαιτήσεων από τρίτους, ούτε να παρέχει εξοφλήσεις= να παραδίδει απόδειξη εξόφλησης, να συνάπτει σύμβασης άφεσης χρέους, να συμψηφίζει κλπ.
- Το δικαστήριο έχει την εξουσία να αναθέσει την διαχείριση της περιουσίας του προσώπου στον δικαστικό συμπαραστάτη, ο οποίος στο εξής θα είναι και ο μόνος αρμόδιος για τα σχετικά θέματα.
- Αν το ορίζει ρητά η δικαστική απόφαση, ο συμπαραστάτης θα είναι αρμόδιος και για τις προσωπικές σχέσεις του προσώπου=φιλικές/οικογενειακές σχέσεις, εφόσον αυτές επηρεάζουν άμεσα την προσωπικότητα του τελευταίου.
8.Τι εξουσίες έχει ο δικαστικός συμπαραστάτης;
Όπως αναφέρθηκε και στο προηγούμενο ερώτημα, ο δικαστικός συμπαραστάτης είναι αυτός που δίνοντας την συναίνεση του ή επιχειρώντας ο ίδιος την δικαιοπραξία του προσώπου την καθιστά έγκυρη. Άρα, εφόσον αυτός δεν δίνει την συναίνεση του, η δικαιοπραξία που θα επιχειρεί το πρόσωπο θα είναι σε κάθε περίπτωση άκυρη= δεν θα παράγονται έννομα αποτελέσματα για καμία από τις 2 πλευρές.
Την εν λόγω συναίνεση, ο δικαστικός συμπαραστάτης, οφείλει να την παρέχει εγγράφως πριν από την επιχείρηση οποιασδήποτε δικαιοπραξίας που πραγματοποιεί το πρόσωπο. Σε περίπτωση, που ο συμπαραστάτης δώσει την συναίνεση του εκ των υστέρων=μετά την επιχείρηση της δικαιοπραξίας, τότε αυτή μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη εφόσον πληρούνται και οι υπόλοιποι όροι του νόμου. Για παράδειγμα, αν πρόκειται για μεταβίβαση ακινήτου, εφόσον δεν έχει συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο, είναι αδιάφορη η συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη, καθώς σε κάθε περίπτωση η σύμβαση θα είναι άκυρη.
Στο έργο του δικαστικού συμπαραστάτη, συμβάλλει και ένα εποπτικό συμβούλιο, που αποτελείται από 3-5 μέλη, τα οποία είναι συγγενείς/φίλοι του προσώπου και τα οποία διορίζονται με την ίδια δικαστική απόφαση που διορίζεται και ο δικαστικός συμπαραστάτης. Τέλος, σε περίπτωση που ο δικαστικός συμπαραστάτης αρνείται να δώσει την συναίνεση του για την επιχείρηση μιας πράξης του προσώπου, θα αποφασίσει το δικαστήριο, εφόσον υποβάλλει σχετική αίτηση ο συμπαραστατούμενος, η απόφαση επί της οποίας θα λύσει και την σχετική διαφωνία.
9.Κι αν πρόκειται για ανήλικο;
Σε αυτήν την περίπτωση, εφαρμόζεται ένας άλλος θεσμός, που ονομάζεται επιτροπεία ανηλίκου. Πιο αναλυτικά, ορίζεται ότι ο ανήλικος, του οποίου και οι 2 γονείς δεν μπορούν να ασκήσουν την γονική μέριμνα, μπορεί να υποβάλλει αίτηση στο δικαστήριο για να διοριστεί επίτροπος, ο οποίος θα διοικεί τις υποθέσεις του τελευταίου. Με τον όρο ‘υποθέσεις του προσώπου’, εννοούμε γενικά όλες τις ανάγκες του ανηλίκου, οι οποίες κανονικά θα έπρεπε να κανονιστούν από τους γονείς του (όπως το σχολικό του περιβάλλον, η ανάπτυξη της προσωπικότητας του, η διαχείριση της περιουσίας που έχει ο ανήλικος από τυχόν κληρονομία κλπ).
Σε επείγουσες περιπτώσεις, αν δεν έχει διοριστεί ακόμα επίτροπος ή αυτός που διορίστηκε παραιτήθηκε, μπορεί να αναλάβει καθήκοντα επιτρόπου ο προϊστάμενος της κοινωνικής υπηρεσίας στην οποία έχει ενταχθεί ο ανήλικος. Αυτό σημαίνει ότι θα διενεργεί όλες τις παραπάνω πράξεις εφόσον θεωρούνται επείγουσες και δεν επιδέχονται άλλη αναβολή (πχ μια σημαντική ιατρική επέμβαση στην οποία πρέπει να υποβληθεί ο ανήλικος με κίνδυνο της υγείας του).
Τέλος, ο επίτροπος μπορεί να αποφασίσει την εισαγωγή του ανηλίκου σε ειδικό ίδρυμα, εφόσον το επιβάλλει η σωματική/νοητική κατάσταση του. Ακόμη, ο επίτροπος έχει την εξουσία, και εφόσον υπάρχει κατάλληλη οικογένεια που θα μπορούσε να αναλάβει την φροντίδα του ανηλίκου, να αναθέσει σε αυτήν την οικογένεια στο εξής την γονική μέριμνα του ανηλίκου.
10.Μπορεί ο συμπαραστατούμενος να συντάξει διαθήκη;
Με βάση όλα τα παραπάνω, γίνεται σαφές ότι αυτός που βρίσκεται σε δικαστική συμπαράσταση σίγουρα στερείται της αναγκαίας ικανότητας που απαιτεί ο νόμος για να συνταχθεί έγκυρα διαθήκη (αλλιώς δεν θα βρισκόταν κιόλας σε τέτοιο καθεστώς). Τι συμβαίνει όμως αν το πρόσωπο συντάξει διαθήκη στο ενδιάμεσο διάστημα=μέχρι να κηρυχθεί σε δικαστική συμπαράσταση; Ο νόμος δίνει απαντήσεις και στο συγκεκριμένο θέμα ορίζοντας ότι:
- Αν ο συμπαραστατούμενος συνέταξε διαθήκη και πέθανε πριν γίνει τελεσίδικη η απόφαση που τον θέτει σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης, τότε η διαθήκη είναι έγκυρη και όσοι αναφέρονται σε αυτήν κληρονομούν κανονικά.
- Αν είχε υποβληθεί αίτηση για άρση της δικαστικής συμπαράστασης, και μέχρι αυτή να γίνει δεκτή ο συμπαραστατούμενος πρόλαβε να συντάξει διαθήκη και παράλληλα πέθανε, τότε η διαθήκη είναι και πάλι έγκυρη.
- Στην προηγούμενη περίπτωση, θα πρέπει η αίτηση για την άρση να έγινε δεκτή= αν τελικά απορρίφθηκε, η διαθήκη δεν θα είναι τελικά έγκυρη.
- Επομένως, είναι κρίσιμο το χρονικό σημείο κατά το οποίο συντάχθηκε η διαθήκη και του θανάτου, ιδίως αν αυτό προηγείται/έπεται της θέσης/άρσης της δικαστικής συμπαράστασης.
Όσα αναφέρονται παραπάνω δεν αποτελούν νομικές συμβουλές και ουδεμία ευθύνη φέρεται για αυτές.Για περισσότερες πληροφορίες,επικοινωνήστε μαζί μας.