Με την καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης στην Ελλάδα να είναι σημαντική,πολλοί είναι αυτοί που σκέφτονται εναλλακτικές μορφές επίλυσης της διαφοράς τους,με στόχο να εξοικονομήσουν χρόνο και χρήμα.Ο νόμος,με παρόμοιο σκεπτικό έχει καθιερώσει την διαμεσολάβηση,η οποία σαν θεσμός έχει αποδειχθεί ένα αρκετά χρήσιμο κι αποτελεσματικό εργαλείο με το πέρασμα του χρόνου.Αυτός είναι και ο λόγος που σε ορισμένες διαφορές είναι υποχρεωτική η αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης,προτού κατατεθεί η αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο.Σε αυτό το κείμενο θα δούμε τα βασικά χαρακτηριστικά της διαμεσολάβησης σαν νομικής διαδικασίας,καθώς και τα πλεονεκτήματα που μπορεί να έχει από μια δικαστική απόφαση που ενδέχεται να εκδοθεί σε πολύ μακρύτερο χρονικό διάστημα.
1.Ποια είναι η έννοια του θεσμού της διαμεσολάβησης;
Με τον όρο ‘διαμεσολάβηση’ εννοούμε τον θεσμό εκείνο όπου 2 ή περισσότερα μέρη συμφωνούν να υποβάλλουν την διαφορά τους για συναινετική επίλυση με την μεσολάβηση ενός 3ου προσώπου. Προφανώς τα μέρη μπορεί να είναι φυσικά/νομικά πρόσωπα (ακόμη και εταιρίες). Είναι σημαντικό τα μέρη να επιδεικνύουν καλή πίστη και πνεύμα συνεργασίας κατά την επίλυση της διαφοράς, ώστε να έχει αποτέλεσμα ο θεσμός στην πράξη.
Τα κέρδη από την διαμεσολάβηση είναι αρκετά για τα εμπλεκόμενα μέρη=όχι μόνο αποφεύγονται τα υπέρογκα έξοδα που συνήθως προκαλεί ένας δικαστικός αγώνας, αλλά ακόμη δεν υπάρχει μεγάλη απώλεια χρόνου από την εκδίκαση της υπόθεσης σε 2 βαθμούς δικαιοδοσίας. Για την ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης που υπάρχει αυτήν την στιγμή στην Ελλάδα, καθώς και για τις αλλαγές που έρχονται σχετικά με το θέμα αυτό, θα μιλήσουμε σε νέο κείμενο την επόμενη εβδομάδα.
Ένα ακόμη πλεονέκτημα της διαμεσολάβησης είναι ότι τα μέρη έχουν την ευχέρεια να επιλέξουν ελεύθερα το πρόσωπο που θα αναλάβει χρέη διαμεσολαβητή, ενώ τα όσα θα εκτεθούν κατά την διαδικασία παραμένουν απόρρητα και δεν αποκαλύπτονται σε τρίτα πρόσωπα, λόγω και της εχεμύθειας που οφείλει να τηρεί ο διαμεσολαβητής. Αντίθετα, σε ένα δικαστήριο δεν είναι πάντοτε βέβαιο αν θα τηρηθεί η παραπάνω εχεμύθεια, ιδίως αν λάβει κανείς υπόψη ότι οι συνεδριάσεις των δικαστηρίων είναι δημόσιες.
2.Ποιες υποθέσεις υπάγονται σε διαμεσολάβηση;
Ο νόμος οριοθετεί το είδος των υποθέσεων που μπορούν να επιλυθούν με διαμεσολάβηση=εφόσον η διαφορά των μερών ανήκει σε μια από τις παρακάτω κατηγορίες, τότε μπορεί να πραγματοποιηθεί διαμεσολάβηση. Πιο συγκεκριμένα, με διαμεσολάβηση μπορούν να επιλυθούν:
- Αστικές και εμπορικές διαφορές= διαφορές για παράδειγμα που προκύπτουν από την εκτέλεση συμβάσεων/κληρονομικές διαφορές/διαφορές από πιστωτικούς τίτλους (συναλλαγματική/επιταγή)/διαφορές που αφορούν εμπράγματα δικαιώματα και ακίνητα κλπ.
- Διαφορές που εντοπίζονται στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Στην 2η περίπτωση, οι διαφορές αυτές ονομάζονται διασυνοριακές, και είναι εκείνες κατά τις οποίες το 1 μέρος έχει την εγκατάσταση του σε κάποιο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαφορετικό από την Ελλάδα.
- Οι διαφορές στις οποίες το Ελληνικό Δημόσιο είναι διάδικο μέρος με οποιονδήποτε τρόπο(Δήμος/Περιφέρεια), δεν μπορούν να υπαχθούν σε διαμεσολάβηση και επιλύονται από τα δικαστήρια με την γνωστή διαδικασία.
- Διαφορές τις οποίες τα μέρη έχουν υπαγάγει σε διαμεσολάβηση, μετά από σχετική ρήτρα σε σύμβαση ή ακόμη και με συμφωνία εκ των υστέρων. Οι διαφορές αυτές μπορεί να είναι υπαρκτές ή να πρόκειται να γεννηθούν στο μέλλον.
- Διαφορές από οικογενειακές σχέσεις, οι οποίες πρέπει υποχρεωτικά να υπαχθούν σε διαμεσολάβηση προτού ασκηθεί αγωγή στο δικαστήριο.
- Διαφορές που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία(από το Μονομελές και το Πολυμελές Πρωτοδικείο) και το αντικείμενο τους υπερβαίνει τα 30.000 ευρώ, εφόσον η διαφορά υπάγεται στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου.
3.Είναι εκτελεστά τα πρακτικά της διαμεσολάβησης;
Βασική συνέπεια της διαμεσολάβησης είναι ότι το πρακτικό που συντάσσεται από τον διαμεσολαβητή αφού τα μέρη καταλήξουν σε συμφωνία, αποτελεί εκτελεστό τίτλο κατά το ιδιωτικό δίκαιο και με βάση αυτό μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση στην περιουσία του οφειλέτη. Αφού ο διαμεσολαβητής, δηλαδή συντάξει το πρακτικό, παραδίδει σε κάθε ένα από τα μέρη από ένα αντίγραφο αυτού. Τα μέρη δεν έχουν παρά να καταθέσουν το εν λόγω αντίγραφο του πρακτικού στην γραμματεία του δικαστηρίου.
Μετά την κατάθεση στην γραμματεία του δικαστηρίου, η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης προχωράει κανονικά σαν να είχε εκδοθεί δικαστική απόφαση/συμβολαιογραφικό έγγραφο με βάση το οποίο θα γίνει αναγκαστική εκτέλεση. Δηλαδή, στο πρακτικό της διαμεσολάβησης θα τεθεί η σφραγίδα του δικαστή, αυτό θα επιδοθεί στον οφειλέτη και μετά από 3 εργάσιμες ημέρες θα γίνει η 1η πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης (όπως για παράδειγμα η κατάσχεση του ακινήτου του).
Είναι κρίσιμο να γνωρίζουμε ότι με βάση το πρακτικό της διαμεσολάβησης μπορεί να γίνει εγγραφή υποθήκης/προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο του οφειλέτη, χωρίς να χρειάζεται να εκδοθεί εκ νέου δικαστική απόφαση. Σε περίπτωση που κατατεθεί το πρακτικό της διαμεσολάβησης στην γραμματεία του δικαστηρίου, και έχει παράλληλα ασκηθεί αγωγή για την ίδια υπόθεση, τότε η αγωγή θα απορριφθεί σαν απαράδεκτη και η σχετική δίκη (αν έχει αρχίσει) θα διακοπεί, εφόσον το αντικείμενο της καλύπτεται από την συμφωνία των μερών μέσω της διαμεσολάβησης.
4.Έχει άλλα έννομα αποτελέσματα η διαμεσολάβηση;
Ένα επίσης καίριο αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης είναι η αναστολή της παραγραφής καθώς και της αποσβεστικής προθεσμίας ως προς τα δικαιώματα και τις αξιώσεις των μερών. Πιο συγκεκριμένα, η παραγραφή αναστέλλεται από την στιγμή που τα μέρη συμφωνούν εκούσια να λύσουν την διαφορά τους με διαμεσολάβηση ή από το χρονικό σημείο που ο διαμεσολαβητής ειδοποιεί τα μέρη για την έναρξη της διαδικασίας. Αντίστοιχα, η παραγραφή συνεχίζει από την λήξη της διαμεσολάβησης με την υπογραφή πρακτικού.
Η διαμεσολάβηση, φυσικά σαν διαδικασία ενδέχεται να μην ολοκληρωθεί με συμφωνία των μερών. Σε αυτήν την περίπτωση, συντάσσεται και πάλι πρακτικό από τον διαμεσολαβητή, το οποίο υπογράφεται μόνο από τον τελευταίο και όχι από τα μέρη και στο οποίο αναγράφεται ακριβώς η μη επίτευξη συμφωνίας. Αντίστοιχα δηλαδή, η παραγραφή σε ένα τέτοιο παράδειγμα, θα συνεχιζόταν από την ημερομηνία υπογραφής του συγκεκριμένου πρακτικού περί μη συμφωνίας των μερών.
Εκτός αυτού, η έναρξη της διαμεσολάβησης αναστέλλει και την προθεσμία που θέτει ο νόμος στον ενάγοντα για να επιδώσει την αγωγή του στον εναγόμενο. Αυτή η προθεσμία είναι 90 ημέρες και ξεκινά από την κατάθεση της αγωγής. Επομένως, και με βάση όσα αναφέραμε παραπάνω, η προθεσμία αυτή θα συνεχιστεί μόλις λήξει η διαδικασία της διαμεσολάβησης με οποιονδήποτε τρόπο (αρκεί και σχετική δήλωση των μερών στον διαμεσολαβητή ότι δεν επιθυμούν την συνέχιση της διαδικασίας).
5.Ποιοι μπορούν να είναι διαμεσολαβητές;
Για να ασκήσει κάποιο πρόσωπο το λειτούργημα του διαμεσολαβητή, οφείλει να εκπληρώνει ορισμένες προϋποθέσεις που τάσσει ο νόμος. Ειδικότερα οφείλει:
- Να είναι απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα ή αντίστοιχου φορέα του εξωτερικού, ο οποίος όμως είναι αναγνωρισμένος επίσημα στην Ελλάδα.
- Να είναι εκπαιδευμένος από τον Φορέα Κατάρτισης Διαμεσολαβητών, και ο εκάστοτε φορέας να είναι αναγνωρισμένος από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης.
- Να έχει λάβει σχετική διαπίστευση από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης καθώς και να έχει εγγραφεί στα μητρώα διαμεσολαβητών.
- Να μην κατέχει θέση δημοσίου υπαλλήλου/δημοσίου/ λειτουργού καθώς και δικαστικού λειτουργού/δημοτικού υπαλλήλου, και γενικότερα να μην εργάζεται με οποιονδήποτε τρόπο σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου.
- Από την παραπάνω απαγόρευση εξαιρούνται όσοι είναι δημόσιοι λειτουργοί και ασκούν νόμιμα ελεύθερο επάγγελμα=τα συγκεκριμένα πρόσωπα μπορούν να αποκτήσουν άδεια διαμεσολαβητή.
- Αν ο ενδιαφερόμενος κατέχει πτυχίο από Α.Ε.Ι. ή εκπαιδευτικό ίδρυμα αναγνωρισμένο στην Ελλάδα με αντικείμενο την διαμεσολάβηση, δικαιούται να συμμετάσχει απευθείας στις εξετάσεις και δεν απαιτείται να καταρτισθεί από τον Φορέα Κατάρτισης Διαμεσολαβητών.
- Να ενεργεί κατά την άσκηση των καθηκόντων του με ειλικρίνεια, εντιμότητα καθώς και επαγγελματισμό.

6.Πώς πραγματοποιείται η διαμεσολάβηση;
Όσον αφορά την διαδικασία της διαμεσολάβησης, τα μέρη ενημερώνονται από τον διαμεσολαβητή ότι είναι ελεύθερα να αποχωρήσουν από την διαδικασία ανά πάσα στιγμή χωρίς καμία ποινή/κύρωση από τον νόμο. Εκτός αυτού, ο διαμεσολαβητής οφείλει να τηρεί εχεμύθεια αναφορικά με τα όσα εκτίθενται κατά την διαμεσολάβηση, και τα όσα του εμπιστεύονται τα μέρη. Αν παραβεί τις παραπάνω αρχές, θα είναι υπόλογος ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής που έχει την ευχέρεια να του επιβάλλει αντίστοιχες ποινές για τα παραπτώματα του.
Αποτελεί χρέος του διαμεσολαβητή να ενημερώσει τα μέρη ότι οποιαδήποτε λύση βρεθεί στην διαδικασία θα είναι αποτέλεσμα κοινής συναίνεσης των τελευταίων και πλήρους κατανόησης των όρων της συμφωνίας και γενικότερα της διαμεσολάβησης σαν διαδικασίας. Παράλληλα, ο διαμεσολαβητής οφείλει να ενημερώσει τα μέρη για τον τρόπο με τον οποίο το πρακτικό της διαμεσολάβησης μπορεί να προκαλέσει αναγκαστική εκτέλεση, με τον τρόπο και την διαδικασία που περιγράψαμε σε προηγούμενο ερώτημα.
Οφείλουμε να αναφέρουμε την δυνατότητα του διαμεσολαβητή να τερματίσει την διαδικασία, εφόσον ο ίδιος κρίνει και αιτιολογήσει στα μέρη ότι η επίλυση της διαφοράς μέσω διαμεσολάβησης γίνεται με τρόπο που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη και την δημόσια τάξη (δηλαδή με παράνομο τρόπο με πιθανό κίνδυνο την ακυρότητα της συμφωνίας των μερών). Σε παρόμοιο αποτέλεσμα μπορεί να καταλήξει ο διαμεσολαβητής αν θεωρεί ότι μέσω της διαμεσολάβησης, είναι απολύτως αδύνατη η επίλυση της διαφοράς=τότε η διαφορά μπορεί να οδηγηθεί ενώπιον των δικαστηρίων μέσω άσκησης αγωγής.
7.Έχει ο διαμεσολαβητής αξίωση σε αμοιβή;Πώς ορίζεται το ποσό της τελευταίας;
Ο βασικός κανόνας στην αμοιβή του διαμεσολαβητή είναι ότι η τελευταία καθορίζεται καταρχήν ελεύθερα από τα μέρη αρκεί να μην προσκρούει στα χρήστα ήθη και στην ελευθερία των συναλλαγών. Σε περίπτωση όμως που το ποσό της αμοιβής δεν συμφωνήθηκε, τότε το μέρος που προκαλεί την διαμεσολάβηση προκαταβάλλει ποσό 50 ευρώ στον διαμεσολαβητή, το οποίο βαρύνει κατά το ήμισυ τα μέρη αφού ξεκινήσει η διαδικασία της διαμεσολάβησης=κάθε μέρος υποχρεούται να καταβάλλει στον διαμεσολαβητή 25 ευρώ ως προκαταβολή για την διαδικασία.
Επιπλέον, για κάθε ώρα που αφιερώνει στην διαμεσολάβηση, ο διαμεσολαβητής δικαιούται αμοιβή τουλάχιστον 80 ευρώ. Για τα ποσά της αμοιβής, ο διαμεσολαβητής οφείλει να παρέχει στα μέρη πλήρη ενημέρωση και διαφάνεια, ώστε οι 2 πλευρές να γνωρίζουν με ακρίβεια ποιο είναι το κόστος για κάθε ώρα διαμεσολάβησης, πότε είναι καταβλητέα η αμοιβή του διαμεσολαβητή, καθώς και τι θα συμβεί σε περίπτωση υπερημερίας (πχ αν οφείλονται τόκοι επί της ήδη οφειλόμενης αμοιβής κλπ).
Σε περίπτωση, τέλος, που η διαφορά των μερών οδηγηθεί ενώπιον δικαστηρίου ενώ είχε ξεκινήσει διαμεσολάβηση, το μέρος που δεν προσήλθε στην διαδικασία καταδικάζεται στο σύνολο των εξόδων που κατέβαλε η άλλη πλευρά στον διαμεσολαβητή για την αρχική συνεδρία της διαμεσολάβησης. Πρόκειται στην ουσία για δικαστικά έξοδα, τα οποία επιβάλλονται από το δικαστήριο στην άλλη πλευρά και δεν έχουν σχέση με την πορεία της δίκης. Το ίδιο συμβαίνει κι αν η μια πλευρά αρνήθηκε να καταβάλει το ήμισυ των εξόδων της διαμεσολάβησης για την αρχική συνεδρία, όπως είπαμε παραπάνω.
8.Πότε ενδέχεται να αφαιρεθεί η άδεια ενός διαμεσολαβητή;
Σε ορισμένες περιπτώσεις μεγάλης σημασίας πειθαρχικών παραπτωμάτων, ο διαμεσολαβητής ενδέχεται να χάσει την άδεια λειτουργίας του οριστικά. Πιο συγκεκριμένα, αυτό μπορεί να συμβεί:
- Όταν ο διαμεσολαβητής καταδικάστηκε αμετάκλητα για κακούργημα ή για πλημμέλημα από δόλο, το οποίο (έγκλημα) δεν σχετίζεται με τον θεσμό της διαμεσολάβησης.
- Όταν ο διαμεσολαβητής τιμωρήθηκε συνεχόμενα με ποινή προσωρινής ανάκλησης της άδειας του για 6 μήνες συνολικά εντός χρονικού διαστήματος 3 ετών.
- Εννοείται ότι αν αφαιρεθεί η άδεια του διαμεσολαβητή, ο τελευταίος δεν δικαιούται να ενεργεί με αυτήν την ιδιότητα για όσο χρόνο διαρκεί η ανάκληση της άδειας.
- Αν πριν την αφαίρεση της άδειας, είχε καταρτισθεί πρακτικό διαμεσολάβησης, το κύρος του πρακτικού και της συμφωνίας δεν θίγεται παρά την ανάκληση της άδειας.
- Εφόσον ο διαμεσολαβητής τέλεσε ελαφρύ παράπτωμα από αμέλεια, η αρμόδια επιτροπή έχει την ευχέρεια να μην του επιβάλλει ποινή εφόσον, από τις περιστάσεις, αποδειχθούν όλα τα παραπάνω.
- Η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολαβητών είναι αρμόδια να ενημερώσει τα σχετικά μητρώα περί της ανάκλησης της σχετικής άδειας, προκειμένου να είναι ενήμεροι και οι ενδιαφερόμενοι που έχουν ενδεχομένως πρόσβαση σε αυτά.
- Κάθε πρόσωπο έχει την δυνατότητα να υποβάλλει αναφορά ενώπιον της Επιτροπής Δεοντολογίας και Πειθαρχικού Ελέγχου σχετικά με ορισμένο διαμεσολαβητή που δεν εκτελεί ορθά τα καθήκοντα του. Η αναφορά αυτή οφείλει να συνοδεύεται από κατάθεση παραβόλου ύψους 30 ευρώ.
9.Ποια προσόντα απαιτεί ο νόμος για να ασκήσει κάποιος το επάγγελμα του διαμεσολαβητή;
Σε περίπτωση που κάποιο φυσικό πρόσωπο επιθυμεί να ασκήσει το επάγγελμα του διαμεσολαβητή, ο νόμος ορίζει ποια δικαιολογητικά οφείλει να προσκομίσει: Καταρχήν οφείλει να υποβάλει υπεύθυνη δήλωση ότι δεν έχει την ιδιότητα δημοσίου/δημοτικού υπαλλήλου, ότι δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικο βούλευμα εναντίον του, ότι δεν έχει απολυθεί από την θέση ιδιωτικού ή δημοσίου υπαλλήλου για πειθαρχικούς λόγους καθώς και ότι δεν έχει ανακληθεί η άδεια του διαμεσολαβητή που κατέχει.
Παράλληλα με τα παραπάνω, οφείλει να καταθέσει πιστοποιητικό φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, καθώς και βεβαίωση του αρμόδιου Πρωτοδικείου ότι δεν έχει κηρυχθεί σε πτώχευση και ότι δεν έχει υποβληθεί αίτηση κήρυξης σε πτώχευση εναντίον του. Σε περίπτωση που πρόκειται για νομικό πρόσωπο, καταρχάς θα πρέπει να υποβληθούν όλα τα έγγραφα που αναφέραμε προηγουμένως (δηλαδή πιστοποιητικό φορολογικής/ασφαλιστικής τόσο του νομικού προσώπου όσο και του εκπροσώπου του).
Εκτός από τα παραπάνω έγγραφα είναι αναγκαίο να υποβληθεί και το καταστατικό του νομικού προσώπου από το οποίο να προκύπτει με σαφήνεια ο σκοπός παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης, καθώς και αντίστοιχο έγγραφο από την υπηρεσία του Γ.Ε.Μ.Η. ότι δεν έχει μεταβληθεί στο ενδιάμεσο διάστημα ο σκοπός του νομικού προσώπου.
10.Πώς γίνεται η σχετική εγγραφή στα μητρώα;
Προκειμένου να εγγραφούν οι υποψήφιοι διαμεσολαβητές στα σχετικά μητρώα, οφείλουν να επιτύχουν στις αντίστοιχες εξετάσεις, που πραγματοποιούνται 2 φορές ανά έτος από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης. Για να συμμετέχουν στις εν λόγω εξετάσεις, οι υποψήφιοι υποβάλλουν αίτηση με όλα τα δικαιολογητικά που αναφέραμε παραπάνω καθώς και με παράβολο ύψους 100 ευρώ, που κατατίθεται μαζί με την αίτηση. Είναι σημαντικό ότι, εφόσον οι υποψήφιοι απουσιάζουν από την εξέταση, τότε αποκλείονται από την υπόλοιπη διαδικασία και δεν μπορούν να εξεταστούν εκ νέου.
Αφού ολοκληρωθούν οι γραπτές εξετάσεις, ακολουθούν οι προφορικές εξετάσεις, στις οποίες οι υποψήφιοι διαμεσολαβητές οφείλουν αντίστοιχα να συγκεντρώσουν μια ελάχιστη βαθμολογία προκειμένου να γίνουν δεκτοί από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης. Εφόσον κάποιος υποψήφιος απέτυχε σε 3 συνεχόμενες εξεταστικές περιόδους, τότε για να συμμετέχει εκ νέου στις εξετάσεις οφείλει να προσκομίσει νέο πιστοποιητικό από τον Φορέα Κατάρτισης Διαμεσολαβητών.
Τέλος, 15 ημέρες μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων και των βαθμολογιών, καλούνται οι υποψήφιοι που απέτυχαν στις εξετάσεις, εφόσον ενδιαφέρονται να ελέγξουν το γραπτό τους και γενικότερα την αξιολόγηση τους. Επισημαίνεται εδώ, ότι δεν παρέχεται δικαίωμα αναβαθμολόγησης στους εν λόγω υποψηφίους, και μετά από αυτήν την προθεσμία, τα γραπτά τους καταστρέφονται προκειμένου να μην διαρρέει το υλικό των αξιολογήσεων στο ευρύτερο κοινό.
Δίπλα στον πελάτη και τις ανάγκες του.
Αθηνά Κοντογιάννη-Δικηγόρος
Όσα αναφέρονται παραπάνω δεν αποτελούν νομικές συμβουλές και ουδεμία ευθύνη φέρεται για αυτές.Για περισσότερες πληροφορίες,επικοινωνήστε μαζί μας.
