Η συναλλακτική ζωή, σήμερα, χαρακτηρίζεται από μεγάλη κινητικότητα και ενδεχομένως το πρόσωπο να μην μπορεί να βρίσκεται πάντα κοντά στις υποθέσεις του. Για αυτόν τον λόγο συχνά χρησιμοποιεί κάποια άλλα ‘’ενδιάμεσα’’ πρόσωπα που θα φέρουν εις πέρας την συγκεκριμένη υπόθεση. Συνήθως αυτό γίνεται για να εξοικονομήσει το πρόσωπο χρόνο/χρήμα προκειμένου να μπορέσει να αφοσιωθεί στις υπόλοιπες εργασίες του, όσο το δυνατόν καλύτερα. Στον νομικό κόσμο υπάρχει όμως ένα ερώτημα: Αν ο ενδιάμεσος παραβιάσει τις υποχρεώσεις του/προκαλέσει ζημία σε 3ο πρόσωπο, ποιος θα ευθύνεται τελικά σε αποζημίωση; Πάμε να δούμε αναλυτικά τα όσα ορίζει ο νόμος σχετικά με το θέμα, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο καλύπτονται τα ‘’κενά’’ που ενδέχεται να προκύψουν.
1.Πότε χρησιμοποιείται ενδιάμεσο πρόσωπο;
Είναι γενικά σημαντικό το ότι το δίκαιο ρυθμίζεται με βάση κανόνες, ένας από τους οποίους είναι ότι ο καθένας ευθύνεται για τις δικές του πράξεις. Ωστόσο, ο κανόνας αυτός παρουσιάζει σημαντικές εξαιρέσεις, ιδίως όταν ένα πρόσωπο εντάσσει στην (οικονομική του) σφαίρα κινδύνων κάποιο άλλο πρόσωπο, προκειμένου να αντλήσει όφελος από την δράση του τελευταίου. Άλλωστε δεν θα ήταν λογικό να αποκτά κάποιος οφέλη από την δράση άλλων προσώπων χωρίς να ευθύνεται για τις πράξεις του και να μπορεί να υποστεί τις συνέπειες τους, όποιες κι αν είναι αυτές.
Για τον λόγο αυτόν, αλλά και προς αποφυγή καταστρατηγήσεων ο νόμος ορίζει ρητά ότι όταν κάποιος χρησιμοποιεί ενδιάμεσα πρόσωπα για να εκτελέσει μια εργασία του, θα ευθύνεται ο ίδιος για τις πράξεις αυτών των προσώπων, δεδομένου ότι και αυτός είναι που θα απολαύσει τα οφέλη από την δράση τους, αν αυτή είναι επωφελής. Αυτή η πρόβλεψη εξάλλου υπάρχει προκειμένου να μην μπορεί ο κύριος των υποθέσεων να ‘’κρυφτεί’’ πίσω από την ευθύνη των ενδιάμεσων προσώπων για τις πράξεις τους, εφόσον αυτές είχαν τελικά αρνητικό αποτέλεσμα.
2.Ευθύνεται ο οφειλέτης για τις πράξεις του;
Για να ευθύνομαι για τις πράξεις ενός ενδιάμεσου προσώπου που χρησιμοποιώ, ο νόμος απαιτεί να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Πιο αναλυτικά, θα πρέπει να:
- Να με συνδέει κάποια ενοχική σχέση με τον ενδιάμεσο (μπορεί να είναι σύμβαση ή και απευθείας από τον νόμο).
- Ο ενδιάμεσος να επεμβαίνει στην υπόθεση με την θέληση μου (κι όχι αυθαίρετα με την δική του θέληση μόνο).
- Ο ενδιάμεσος να βαρύνεται με υπαιτιότητα για την συγκεκριμένη συμπεριφορά του(με δόλο ή αμέλεια).
- Η συμπεριφορά του ενδιάμεσου να εμπίπτει στους τυπικούς κινδύνους του επαγγέλματος/εργασίας που εκτελεί αυτός.
- Λόγω της παραπάνω συμπεριφοράς, να μην εκτελείται σωστά/καθόλου η εργασία που ανατέθηκε.
3.Πρέπει να του δώσω πληρεξούσιο;
Σε περίπτωση που αναθέσω σε κάποιον να καταρτίσει μια σύμβαση στο όνομα μου/για λογαριασμό μου, εκτός από την εξουσία αντιπροσώπευσης, οφείλω να του παρέχω και πληρεξούσιο προκειμένου να μπορεί να αποδειχθεί η μεταξύ μας σχέση προς το 3ο πρόσωπο με το οποίο θα γίνει η σύμβαση. Τα σημαντικότερα στοιχεία για την πληρεξουσιότητα, που χρήσιμο είναι να ξέρουμε, είναι τα εξής:
- Η πληρεξουσιότητα είναι καταρχήν άτυπη (=ακόμα και προφορική), εκτός αν η σύμβαση που θα συναφθεί απαιτεί να είναι έγγραφη (πχ αν πρόκειται να μεταβιβαστεί κάποιο ακίνητο).
- Αν η πληρεξουσιότητα δόθηκε με συμβολαιογραφικό έγγραφο, θα πρέπει να χρησιμοποιήσω νέο συμβολαιογραφικό έγγραφο σε περίπτωση που θέλω να την ανακαλέσω.
- Όταν η πληρεξουσιότητα λήξει με οποιονδήποτε τρόπο, ο πληρεξούσιος είναι υποχρεωμένος να μου δώσει πίσω το πληρεξούσιο καθώς και οποιοδήποτε αντίγραφο του έχει, χωρίς να δικαιούται να προβάλει αντιρρήσεις.
- Αν δεν υπήρχε πληρεξουσιότητα και ο αντιπρόσωπος συνήψε σύμβαση με κάποιον 3ο χωρίς την έγκριση μου, η σύμβαση δεν με δεσμεύει και απομένει πλέον σε μένα αν θα την εγκρίνω ή όχι.
- Έτσι, εφόσον εγώ δεν εγκρίνω την σύμβαση, ο αντιπρόσωπος θα πρέπει είτε να εκτελέσει ο ίδιος την σύμβαση με τον 3ο με προσωπική του ευθύνη, είτε να του καταβάλει αποζημίωση λόγω μη εκτέλεσης της σύμβασης.
4.Κι αν του έχω δώσει χρήματα;
Για να απαντήσουμε το συγκεκριμένο ερώτημα, πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στην άμεση και την έμμεση αντιπροσώπευση ως νομικές έννοιες, και αναλόγως του τι συμφώνησαν τα μέρη, να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα.
Στην άμεση αντιπροσώπευση, ο αντιπρόσωπος δηλώνει στους 3ους ότι ενεργεί απευθείας στο όνομα μου και για λογαριασμό μου, επομένως οτιδήποτε αποκτά από την σύμβαση θεωρείται από τον νόμο ότι το απέκτησα εγώ ο ίδιος=αν δεν μου το παραδίδει διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης (ΠΚ 374) και μπορώ να ασκήσω εναντίον του έγκληση (έτσι λέγεται η μήνυση όταν ασκείται από το ίδιο το θύμα μιας πράξης), καθώς και αγωγή αποζημίωσης για την ζημία που έπαθα (λόγω του ότι πρόκειται για αδικοπραξία)
Στην έμμεση αντιπροσώπευση, ο αντιπρόσωπος συμβάλλεται αρχικά με το δικό του όνομα χωρίς να φαίνεται ότι ενεργεί για λογαριασμό μου. Για αυτόν τον λόγο, οτιδήποτε αποκτά από την σύμβαση αποκτάται στο δικό του όνομα. Στην συνέχεια από την σχέση αντιπροσώπευσης που μας συνδέει, συνήθως, θα οφείλει να μου μεταβιβάσει την παροχή και ό,τι απέκτησε από την σύμβαση. Σε περίπτωση όμως που δεν προβεί στην μεταβίβαση, τότε δεν διαπράττει υπεξαίρεση ούτε άρα και αδικοπραξία. Άρα, μόνο από την εσωτερική μας σχέση μπορώ να του ζητήσω την μεταβίβαση όσων απέκτησε (αυτή η εσωτερική σχέση είναι κρίσιμη, λόγω του ότι κάποιες (νομικές) σχέσεις στο δίκαιο εμπεριέχουν δικαίωμα της άλλης πλευράς ώστε να κρατήσει τα όσα απέκτησε από την σύμβαση, λειτουργώντας ως αντιπρόσωπος, όπως για παράδειγμα η δωρεά.
5.Ο υπάλληλος μου προκάλεσε ζημία σε άλλον. Ευθύνομαι;
Καταρχάς, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι είναι άλλο πράγμα ο υπάλληλος μου να μην εκτελεί τα καθήκοντα του σωστά =να ευθύνομαι απέναντι στον πελάτη από την μεταξύ μας σύμβαση, και άλλο πράγμα να προκαλεί ζημία στον πελάτη/κάποιο 3ο πρόσωπο. Κι αυτό γιατί στην 2η περίπτωση ο 3ος θα έχει αξίωση αποζημίωσης για την ζημία που έπαθε εναντίον του υπαλλήλου, και απέναντι μου κατά συνέπεια. Οι προϋποθέσεις του νόμου και σε αυτήν την περίπτωση είναι οι εξής:
- Να υπάρχει μια σχέση πρόστησης ανάμεσα σε μένα και τον ενδιάμεσο =να του έχω αναθέσει την εκτέλεση μιας εργασίας που αφορά τα συμφέροντα μου.
- Να έχει γίνει με την βούληση μου, δηλαδή να μην επεμβαίνει αυθόρμητα ο ενδιάμεσος στις υποθέσεις μου.
- Αυτή η σχέση πρόστησης (όπως λέγεται) πρέπει να χαρακτηρίζεται από εξάρτηση του ενδιάμεσου από τις οδηγίες/υποδείξεις/προτροπές μου.
- Ο ενδιάμεσος να τέλεσε αδικοπραξία κατά 3ου προσώπου (για την έννοια της αδικοπραξίας, σε παραπέμπω στην σχετική ανάλυση μου).
- Αυτή η αδικοπραξία που τελέστηκε πρέπει να ήταν σχετική με την υπηρεσία/εργασία που έχει αναλάβει να εκτελέσει ο ενδιάμεσος.
6.Κι αν πληρώσω για την ζημιά του υπαλλήλου;
Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο προηγούμενο ερώτημα, τότε εγώ και ο ενδιάμεσος ευθυνόμαστε εις ολόκληρον απέναντι στο θύμα για την ζημία που αυτό έπαθε εξαιτίας της αδικοπραξίας. Εις ολόκληρον ευθύνη σημαίνει ότι το θύμα μπορεί να ζητήσει από οποιονδήποτε εκ των 2 μας, και αν δεν καλυφθεί από τον έναν, τότε να ζητήσει το υπόλοιπο μέρος από τον άλλον.
Εκτός αυτού, το θύμα μπορεί να ζητήσει και αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που έπαθε από την αδικοπραξία, ενώ και εγώ σαν κύριος των υποθέσεων δεν μπορώ να αποφύγω την ευθύνη για την πράξη του ενδιάμεσου, λόγω του ότι ευθύνομαι αντικειμενικά για την πράξη του= δεν χρειάζεται να ‘’φταίω’’, καθώς αρκεί και μόνο ότι η πράξη έγινε και το θύμα ζημιώθηκε.
Στην περίπτωση που πληρώσω εγώ τον 3ο για την ζημία που έπαθε από τον ενδιάμεσο, τότε ο νόμος μου παρέχει αναγωγικό δικαίωμα απέναντι στον ενδιάμεσο =μπορώ να του ζητήσω να μου αποδώσει όσα υποχρεώθηκα να καταβάλω στο θύμα, δηλαδή όλο το ποσό κατά κεφάλαιο/τόκους/έξοδα. Ο ενδιάμεσος από την άλλη θα μπορεί να προβάλει εναντίον μου την ένσταση της κατάχρησης δικαιώματος, σε περίπτωση που του είχα δώσει ελαττωματικές οδηγίες για την εκτέλεση της εργασίας, και ως αποτέλεσμα, προκλήθηκε η ζημία στον 3ο.
7.Πότε θεωρείται ότι ο βοηθός λειτουργεί εντός των καθηκόντων του;
Τα ελληνικά δικαστήρια, με σειρά αποφάσεων τους, έχουν επισημάνει πολλά κριτήρια με βάση τα οποία θεωρείται ή όχι αν ο ενδιάμεσος λειτουργεί στο πλαίσιο των καθηκόντων του, ώστε να κριθεί κι αν τελικά θα ευθύνεται σε αποζημίωση έναντι του θύματος που έπαθε την ζημία. Τα 2 σημαντικότερα κριτήρια που χρησιμοποιούνται είναι:
- Το κριτήριο των τυπικών κινδύνων, δηλαδή κατά πόσο η συμπεριφορά του βοηθού εκπλήρωσης έγινε στην διάρκεια της εργασίας του ή με αφορμή αυτήν, στην οποία συμπεριλαμβάνονται και οι υποχρεώσεις πρόνοιας απέναντι στα έννομα αγαθά του άλλου προσώπου (πχ ένα κατάστημα πρέπει να φροντίζει για την ασφάλεια των πελατών του, επομένως αν δεν έχει τοποθετηθεί προειδοποιητική πινακίδα στο σφουγγαρισμένο πάτωμα και ο πελάτης χτυπήσει, δεν αποκλείεται να ευθύνεται κάποιος σερβιτόρος που όφειλε να είχε διαγνώσει τον κίνδυνο τραυματισμού κάποιου προσώπου).
- Το κριτήριο της δράσης κατά την υπηρεσία, σύμφωνα με το οποίο η πράξη του βοηθού εκπλήρωσης εντάσσεται στην υπηρεσία του όταν τελείται κατά την διάρκεια αυτής, καθώς και σε περίπτωση που ο βοηθός κάνει κατάχρηση της υπηρεσίας του για να προβεί σε άλλες πράξεις που δεν έχουν (μεγάλη) σχέση με αυτήν. Άρα και αυτές οι πράξεις δημιουργούν υποχρέωση προς αποζημίωση του 3ου που υπέστη ζημία.
8.Μπορώ να περιορίσω την ευθύνη του ενδιάμεσου προσώπου;
Στις συμβάσεις μεταξύ προσώπων, τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν μείωση της ευθύνης τους για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την σύμβαση, χωρίς όμως να φτάνουν στο σημείου του πλήρους αποκλεισμού της ευθύνης τους. Μάλιστα λόγω του ότι πρέπει μια τέτοια συμφωνία να γίνει δεκτή από την άλλη πλευρά, τα μέρη οφείλουν να την καταρτίσουν εγγράφως για λόγους ευκολότερης απόδειξης.
Αντίστοιχη συμφωνία για μείωση της ευθύνης μπορεί να γίνει και σχετικά με την ευθύνη του ενδιάμεσου προσώπου, και μάλιστα το κύρος μιας τέτοιας συμφωνίας κρίνεται με τα ίδια κριτήρια που αφορούν και την ευθύνη του ίδιου του κυρίου των υποθέσεων =δεν υπάρχει διαφοροποίηση σε αυτό το σημείο.
Ο κανόνας είναι εδώ ότι επιτρέπεται, με συμφωνία, να απαλλαγεί η μια πλευρά από την ευθύνη της για ελαφρά αμέλεια (πλην κάποιων εξαιρέσεων που απαριθμούνται στον νόμο), ενώ αντίθετα απαγορεύεται ρητά η μείωση της ευθύνης να φτάνει μέχρι το σημείο να μην ευθύνεται το 1 μέρος για δόλο και βαρεία αμέλεια. Κι αυτό γιατί μια τέτοια απαλλαγή της μιας πλευράς από την ευθύνη της θα καταργούσε την διαπραγματευτική ισορροπία που πρέπει να έχουν τα μέρη στην σύμβαση προκειμένου να μπορούν να ασκούν τα δικαιώματα τους χωρίς εμπόδια.
9.Κι αν χρησιμοποιούνται περισσότεροι;
Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο στην πράξη, ο κύριος των υποθέσεων να χρησιμοποιεί περισσότερα πρόσωπα, ώστε τα τελευταία να φροντίσουν τις υποθέσεις του. Σε αυτήν την περίπτωση, και έχοντας υπόψη όσα είπαμε παραπάνω για την ευθύνη του ενδιάμεσου προσώπου, μπορούμε να διατυπώσουμε τα εξής συμπεράσματα:
- Κάθε ενδιάμεσο πρόσωπο που χρησιμοποιείται έχει αντίστοιχη ευθύνη για τις πράξεις/παραλείψεις του απέναντι σε 3ους.
- Ο κύριος των υποθέσεων θα ευθύνεται για κάθε πρόσωπο ξεχωριστά (εφόσον φυσικά συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου).
- Αν περισσότερα ενδιάμεσα πρόσωπα προκαλέσουν ζημία σε κάποιον 3ο, θα ευθύνονται εις ολόκληρον απέναντι του μαζί με τον κύριο των υποθέσεων.
- Θα πρέπει όμως να βρούμε κατά ποιο ποσοστό συνέβαλε κάθε πρόσωπο στην έκταση της ζημίας, ώστε να προσδιοριστεί και η αποζημίωση που θα οφείλει.
- Αν δεν μπορεί να βρεθεί το ποσοστό συμμετοχής του καθενός στην ζημία, θα υπολογιστεί με βάση τον βαθμό που ‘’έφταιγε’’ ο καθένας κατά την πρόκληση της ζημίας.
- Αν ούτε η παραπάνω μέθοδος φέρει αποτελέσματα, τότε καθένας θα ευθύνεται εξίσου=θα οφείλει ίσο μέρος αποζημίωσης με τους υπόλοιπους στο θύμα.
10.Θέλω να χρησιμοποιήσω ένα πρόσωπο για μια εργασία. Τι ορίζει ο νόμος;
Αρκετά διαφορετική από την έννοια του αντιπροσώπου και του ενδιάμεσου/υπαλλήλου που αναλύσαμε παραπάνω, είναι η περίπτωση του εντολοδόχου. Ο εντολοδόχος με απλά λόγια είναι ένα πρόσωπο το οποίο αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας μια υπόθεση ενός άλλου προσώπου χωρίς να θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει τον τελευταίο, ούτε ότι ενεργεί ως υπάλληλος του.
Πράγματι, ο εντολοδόχος συνήθως διαθέτει μια δική του οργανωτική/επιχειρηματική δομή και άρα δεν χρησιμοποιεί τα μέσα που του παρέχει ο εντολέας του. Χαρακτηριστικά παραδείγματα εντολοδόχων είναι ο δικηγόρος, μια εταιρία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών κλπ. Κατά τα λοιπά, η σύμβαση εντολής δεν διαφοροποιείται σημαντικά λόγω και του ότι ο εντολοδόχος υποχρεούται να παρέχει πληροφορίες στον εντολέα για την πορεία της υπόθεσης, ενώ ο ίδιος ο εντολοδόχος ευθύνεται προσωπικά αν προκαλέσει ζημία σε 3ο πρόσωπο (και όχι ο εντολέας φυσικά εκτός κι αν έχει συμβάλλει κι αυτός στην ζημία).
Βασικό χαρακτηριστικό στην σύμβαση εντολής που πρέπει να γνωρίζει κανείς, είναι ότι ο εντολέας οφείλει να προκαταβάλει στον εντολοδόχο όλες τις δαπάνες που θα χρειαστούν για να εκτελεστεί η υπόθεση. Εκτός αυτού, αν ο εντολοδόχος υποστεί κάποια ζημία όσο εκτελεί την υπόθεση, ο εντολέας οφείλει να τον αποζημιώσει για την ζημία του αυτήν. Αντίστροφα, και ο ίδιος ο εντολοδόχος οφείλει να αποδώσει στον εντολέα ό,τι έλαβε από την υπόθεση σαν παροχή είτε αυτή είναι χρηματική είτε όχι.
Δίπλα στον πελάτη και τις ανάγκες του.
Αθηνά Κοντογιάννη
Όσα αναφέρονται παραπάνω δεν αποτελούν νομικές συμβουλές και ουδεμία ευθύνη φέρεται για αυτές.Για περισσότερες πληροφορίες,επικοινωνήστε μαζί μας.