Με τις πρόσφατες εξελίξεις αυτής της εβδομάδας,είδαμε να γίνεται επίκληση από ορισμένα πρόσωπα του δικαιώματος σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής της Βουλής.Επειδή το νομικό πλαίσιο σχετικά με το θέμα έχει αρκετό ενδιαφέρον,σε αυτό το κείμενο θα αναλύσουμε το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης που έχει ένας μάρτυρας/ύποπτος/κατηγορούμενος όταν εξετάζεται με όρκο κατά το ελληνικό δίκαιο.Επίσης,θα δούμε και την διαδικασία με την οποία συστήνεται μια εξεταστική επιτροπή και τις εξουσίες που της απονέμει ο νόμος,προκειμένου να καταλήξει στο πόρισμα της.
1.Τι εννοούμε ως δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης;
Το παραπάνω δικαίωμα που έχει ο ύποπτος/κατηγορούμενος/ακόμη κι ο απλός μάρτυρας μιας υπόθεσης παρέχει σε εκείνον που το επικαλείται την δυνατότητα να μην απαντήσει σε ερωτήσεις, εάν από την απάντηση που θα έδινε θα μπορούσε να εννοηθεί/εξαχθεί το συμπέρασμα ότι το πρόσωπο αυτό υπέχει ποινική ευθύνη για μια υπόθεση. Φυσικά, η συλλογή του αποδεικτικού υλικού από τις αρμόδιες αρχές δεν εμποδίζεται από το γεγονός και μόνο ότι κάποιος επικαλέστηκε το παραπάνω δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης.
Το 2ο σκέλος του δικαιώματος αυτού, δηλαδή εκείνο της μη αυτοενοχοποίησης, αναφέρεται στην προστασία που παρέχει ο νόμος σε εκείνον που επικαλείται το δικαίωμα αυτό=δεν μπορεί να συναχθεί ομολογία/να θεωρηθεί επιβαρυντικό για την θέση του προσώπου εκείνου, το γεγονός και μόνο ότι δεν απάντησε σε ερωτήσεις επικαλούμενο το σχετικό δικαίωμα. Άρα, για να σχηματιστεί πεποίθηση αναφορικά με την ποινική του ευθύνη, θα πρέπει να έχουν συλλεχθεί επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να στηρίζουν την ενοχή του.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι το δικαίωμα αυτό προκύπτει τόσο από το Σύνταγμα, όσο κι από διεθνείς συμβάσεις (όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) που ορίζουν ότι το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης υπάρχει σε όλων των ειδών τις ανακριτικές/εξεταστικές διαδικασίες (ποινικές, φορολογικές, διοικητικές κλπ) ακόμη και για τον ύποπτο. Συνεπώς, δεν χρειάζεται να βρίσκεται κανείς σε δικαστήριο απαραίτητα στην θέση του κατηγορουμένου για να επικαλεστεί το δικαίωμα αυτό.
2.Πώς συστήνονται οι εξεταστικές επιτροπές της Βουλής;
Για να συσταθεί μια εξεταστική επιτροπή στην Βουλή, θα πρέπει προηγουμένως να έχει προηγηθεί πρόταση από το 1/5 τουλάχιστον του συνολικού αριθμού των βουλευτών. Η πρόταση αυτή θα καθορίζει τους λόγους για τους οποίους θα συσταθεί η επιτροπή, και το ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος με το οποίο θα ασχοληθεί η επιτροπή, ενώ μετά την υποβολή της πρότασης στην Βουλή, αυτή εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη για να διεξαχθεί συζήτηση επί της πρότασης ανάμεσα στους Βουλευτές μέσα σε μια συνεδρίαση της Βουλής.
Σήμερα, μετά από νομοθετική μεταρρύθμιση, αρκεί και πρόταση τουλάχιστον 10 βουλευτών, ώστε η Βουλή να συστήνει νόμιμα δυο (2) εξεταστικές επιτροπές ανά έτος, εφόσον προηγουμένως η πρόταση έχει υπερψηφιστεί από τα 2/5 τουλάχιστον του συνολικού αριθμού των βουλευτών. Ο νόμος πλέον, δεν απαιτεί πλειοψηφία πλέον ενώ αν η επιτροπή που θα συσταθεί αφορά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής/εθνικής άμυνας, απαιτείται να υπερψηφιστεί η πρόταση από την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών=από 151 βουλευτές στην πράξη.
Μόλις υπερψηφιστεί η απόφαση της Βουλής που εγκρίνει την σύσταση εξεταστικής επιτροπής, τότε καθορίζεται και ο αριθμός των μελών που θα συμμετέχουν στην εν λόγω επιτροπή, καθώς και η ημερομηνία κατά την οποία θα έχει υποβληθεί το τελικό πόρισμα της επιτροπής. Η ημερομηνία αυτή, σχετικά με την υποβολή της τελικής πρότασης εκ μέρους της εξεταστικής επιτροπής μετά την ολοκλήρωση όλων των διασκέψεων, μπορεί να παραταθεί με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, εφόσον δικαιολογείται από τους αντίστοιχους λόγους.
3.Ποιες αρμοδιότητες έχει μια εξεταστική επιτροπή;
Ο νόμος ξεκαθαρίζει ότι μια εξεταστική επιτροπή έχει τις ίδιες εξουσίες σε σχέση με τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και τον ανακριτή, όταν οι τελευταίοι διερευνούν μια ποινική υπόθεση=μπορεί να παραγγέλλει την ενέργεια ανακριτικών πράξεων όπως αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη, έρευνες σε οικία, κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονται με ορισμένο αδίκημα, καθώς και άρση του τηλεφωνικού απορρήτου, εφόσον έχει δοθεί σχετική άδεια από το δικαστικό συμβούλιο, για την τελευταία ανακριτική πράξη.
Αυτό που οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε εδώ, είναι ότι η εξεταστική επιτροπή δεν έχει αρμοδιότητα να ασκεί ποινική δίωξη για ορισμένο αδίκημα, να διατάσσει κύρια ανάκριση αν πρόκειται για κακούργημα κλπ. Οι παραπάνω εξουσίες ανήκουν αποκλειστικά στον εισαγγελέα που χειρίζεται την εκάστοτε υπόθεση. Η εξεταστική επιτροπή οφείλει να καταλήξει σε ένα πόρισμα, το οποίο θα υποβάλλει στην Βουλή και τον εισαγγελέα μαζί με όλη την δικογραφία, προκειμένου ο τελευταίος να αποφασίσει αν θα ασκηθεί ή όχι ποινική δίωξη.
Τα παραπάνω απαντούν (και) στο ερώτημα αν η εξεταστική επιτροπή μπορεί να επιβάλλει προσωρινή κράτηση σε ορισμένο πρόσωπο=η εξεταστική επιτροπή δεν έχει καμία τέτοια αρμοδιότητα, ούτε όμως να εκδίδει εντάλματα σύλληψης/βίαιης προσαγωγής όταν οι μάρτυρες αρνούνται να προσέλθουν για κατάθεση. Η επιτροπή απλώς, διαβιβάζει τα εντάλματα, προκειμένου να ο αρμόδιος εισαγγελέας να προβεί στην εκτέλεση τους, εφόσον φυσικά τηρούνται όλοι οι όροι που θέτει ο νόμος.
4.Ποια αποδεικτικά στοιχεία δικαιούται να συλλέγει μια εξεταστική επιτροπή;
Μια ακόμη βασική εξουσία της εξεταστικής επιτροπής είναι να ζητεί (είτε προφορικές είτε γραπτές) πληροφορίες από δημόσιες αρχές, από νομικά πρόσωπα τόσο δημοσίου όσο και ιδιωτικού δικαίου (εταιρίες, σωματεία κλπ), καθώς και από πολίτες που τυχαίνει να γνωρίζουν σχετικά με την υπόθεση που βρίσκεται υπό εξέταση. Μάλιστα, τα έγγραφα από τα νομικά πρόσωπα δημοσίου/ιδιωτικού δικαίου ζητούνται είτε απευθείας από τις διοικήσεις των νομικών προσώπων, είτε από τον αρμόδιο Υπουργό που ασκεί την εποπτεία επί των νομικών προσώπων.
Εφόσον τα παραπάνω έγγραφα ζητηθούν από τον αρμόδιο Υπουργό, αυτός έχει υποχρέωση να τα προσκομίσει στην εξεταστική επιτροπή είτε σε πρωτότυπη μορφή είτε σε μορφή επικυρωμένου αντιγράφου, για λόγους γνησιότητας και αποφυγής πλαστογραφίας/νόθευσης εγγράφων (ειδικά εφόσον τα έγγραφα είναι δημόσια). Αν όμως, ο Υπουργός κρίνει ότι με την προσκόμιση των εγγράφων απειλούνται σοβαρά τα συμφέροντα του Κράτους, και ιδίως για διπλωματικά/στρατιωτικά απόρρητα, τότε δικαιούται να μην τα προσκομίσει.
Παράλληλα, στην εξεταστική επιτροπή παρέχεται το δικαίωμα να ζητεί και έγγραφα που βρίσκονται στο αρχείο του Κράτους. Ωστόσο, στο σημείο αυτό χρειάζεται να επισημανθεί ότι τα έγγραφα που ζητούνται πρέπει να έχουν μια ελάχιστη συνάφεια με την υπόθεση που εξετάζεται, ενώ σε περίπτωση που εμπεριέχουν προσωπικά δεδομένα ατόμων, η μελέτη των εγγράφων αυτών οφείλει να γίνεται με σύνεση από την εξεταστική επιτροπή, προκειμένου να μην μαθαίνει η κοινή γνώμη για απόρρητα δεδομένα που αφορούν πρόσωπα και καταστάσεις.
5.Μπορούν να κλητεύονται μάρτυρες για να καταθέσουν στην εξεταστική επιτροπή;
Στις αρμοδιότητες της εξεταστικής επιτροπής βρίσκεται, επίσης, η δυνατότητα να καλεί μάρτυρες για να παρέχουν εξηγήσεις/πληροφορίες σχετικά με την υπό εξέταση υπόθεση. Σε περίπτωση άρνησης του μάρτυρα να εμφανιστεί, ο πρόεδρος της επιτροπής (ή εκείνος που έχει νόμιμα οριστεί) μπορεί να υπογράφει το ένταλμα βίαιης προσαγωγής για την άμεση προσέλευση του μάρτυρα προς κατάθεση, το οποίο (ένταλμα) διαβιβάζεται στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, ο οποίος θα φροντίσει για την εκτέλεση του από τα όργανα της αστυνομικής αρχής.
Όσον αφορά την αποζημίωση των μαρτύρων, αυτή καθορίζεται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας=οι μάρτυρες αποζημιώνονται για τα έξοδα μετακίνησης τους προς την εξεταστική επιτροπή σε περίπτωση που κατοικούν εκτός Αθηνών (όπου γίνονται οι συνεδριάσεις της επιτροπής) και σε απόσταση έως 50 χιλιόμετρα από την Αθήνα σε κάθε περίπτωση. Μάλιστα, στην εξεταστική επιτροπή,οι μάρτυρες πριν την κατάθεση τους οφείλουν να δώσουν σχετικό όρκο ότι θα πουν μόνο την αλήθεια σχετικά με όσα γνωρίζουν για την υπόθεση.
Μια σημαντική λεπτομέρεια που θέτει ο νόμος είναι η υποχρέωση του μάρτυρα να αποκαλύπτει το πώς έμαθε τα γεγονότα που καταθέτει. Σε περίπτωση που ο μάρτυρας, αναφέρει ότι άκουσε ορισμένα γεγονότα από άλλα πρόσωπα, τότε οφείλει να κατονομάσει ρητά τα συγκεκριμένα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται (εκτός αν απειλείται η ζωή/υγεία/σωματική ακεραιότητα του μάρτυρα από την αποκάλυψη της ταυτότητας των προσώπων και πιθανών εγκλημάτων), αλλιώς η μαρτυρία του δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για την καταδίκη ορισμένου κατηγορούμενου.
6.Τι ισχύει σχετικά με το πόρισμα που διαμορφώνει μια εξεταστική επιτροπή;
Η κύρια αποστολή μιας εξεταστικής επιτροπής είναι να αξιολογήσει ολόκληρη την εκάστοτε υπόθεση και στο τέλος των συνεδριάσεων, να συντάξει αιτιολογημένο πόρισμα, στο οποίο καταχωρούνται υποχρεωτικά και οι γνώμες των μελών που μειοψήφισαν ως προς την πρόταση που υπερίσχυσε. Στο παραπάνω πόρισμα, είναι αναγκαίο να γίνεται σαφής και αναλυτική αναφορά σε κάθε αποδεικτικό μέσο που λήφθηκε υπόψη για την αξιολόγηση της υπόθεσης, και το οποίο συνέβαλε τελικά στην διαμόρφωση του τελικού πορίσματος.
Η απόφαση της εξεταστικής οφείλει να έχει συμπεριλάβει και μια προθεσμία εντός της οποίας το πόρισμα που τελικά διαμορφώθηκε, πρέπει να ανακοινωθεί στην Ολομέλεια της Βουλής, προκειμένου να ανακοινωθεί και να καταχωρηθεί στα πρακτικά. Εφόσον το 1/5 του συνολικού αριθμού των βουλευτών υποβάλλει σχετική πρόταση, το πόρισμα της επιτροπής μπορεί να συζητηθεί στην Βουλή σε ορισμένη συνεδρίαση, ενώ συνοδευτικά με το πόρισμα της επιτροπής πρέπει να υποβληθεί και το αποδεικτικό υλικό.
Σχετικά με το πόρισμα στο οποίο θα καταλήξει η επιτροπή, αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση δεσμευτικό για οποιοδήποτε δικαστήριο/δημόσια αρχή/εισαγγελικό λειτουργό. Όπως είπαμε και παραπάνω, η εξεταστική επιτροπή είναι ένα πολιτικό όργανο ελέγχου και, μολονότι η επιτροπή δύναται να στείλει το πόρισμα της μαζί με όλα τα έγγραφα της δικογραφίας στον αρμόδιο εισαγγελέα, στην πράξη τα όσα αναφέρονται εντός του πορίσματος δεν είναι νομικά δεσμευτικά, και συνεπώς αποτελούν απλά κατευθυντήριες γραμμές.
7.Έχει άλλα δικαιώματα ένας ύποπτος/κατηγορούμενος σε μια ποινική διαδικασία;
Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας και άλλα νομοθετήματα προβλέπουν μια σειρά από δικαιώματα που αφορούν τόσο τον ύποπτο και τον κατηγορούμενο σε μια ποινική διαδικασία. Πιο συγκεκριμένα, ο ύποπτος/κατηγορούμενος έχει στην διάθεση του τα εξής δικαιώματα:
- Το δικαίωμα επικοινωνίας με πρόσωπο της επιλογής του σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του (δηλαδή σε περίπτωση σύλληψης/επιβολής προσωρινής κράτησης σε βάρος του).
- Το δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο σε κάθε ανακριτική/δικαστική αρχή, που φυσικά περιλαμβάνει και την διαδικασία της απολογίας του κατηγορούμενου.
- Το δικαίωμα να υποβάλλει εγγράφως την απολογία του, εκτός αν κρίνεται αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορούμενου.
- Το δικαίωμα παροχής δωρεάν νομικής βοήθειας μέσω νομικών συμβουλών/εκπροσώπησης σε περίπτωση που τα εισοδήματα του είναι αρκετά μειωμένα.
- Το δικαίωμα να έχει πρόσβαση στο υλικό και τα έγγραφα της δικογραφίας και να λαμβάνει αντίγραφα αυτών, προκειμένου να προετοιμάσει την υπεράσπιση του.
- Το δικαίωμα να λαμβάνει μεταφρασμένα όλα τα ουσιώδη έγγραφα της ποινικής διαδικασίας, σε περίπτωση που δεν ομιλεί/κατανοεί την ελληνική γλώσσα.
- Το δικαίωμα να ζητεί με αίτηση του στον ανακριτή την διεξαγωγή αποδείξεων για να αντικρούσει την κατηγορία.
- Το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης, όπως είδαμε πιο αναλυτικά παραπάνω.
- Το δικαίωμα να ενημερώνεται σε αναλυτικό έγγραφο για όλα τα παραπάνω δικαιώματα που του παρέχει η νομοθεσία.
8.Έγιναν τροποποιήσεις στο δικαίωμα πρόσβασης του κατηγορουμένου στην δικογραφία;
Ένα θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου είναι, μόλις τον καλέσει ο ανακριτής για απολογία, να ενημερωθεί για το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου και τα σχετικά έγγραφα της ανάκρισης. Μάλιστα, επιτρέπεται στον κατηγορούμενο να μελετήσει ο ίδιος και ο συνήγορος του τα έγγραφα της ανάκρισης και το κατηγορητήριο, ενώ με γραπτή αίτηση και έξοδα του, μπορεί να λάβει αντίγραφα της δικογραφίας και των εγγράφων της ανάκρισης, όπως ακούμε συχνά στα δελτία ειδήσεων σχετικά με την εξέλιξη κάποιας ποινικής διαδικασίας.
Η παραπάνω διαδικασία επαναλαμβάνεται και σε κάθε συμπληρωματική ανάκριση που απαιτείται για την υπόθεση. Αυτό που προστέθηκε με τον νέο νόμο, είναι η δυνατότητα των εισαγγελικών/δικαστικών αρχών να αρνηθούν με ειδική αιτιολογία την πρόσβαση του κατηγορουμένου στην δικογραφία εάν η πρόσβαση αυτή ενδέχεται να θέσει σε σοβαρό και άμεσο κίνδυνο την ζωή ή τα θεμελιώδη δικαιώματα άλλου προσώπου/την διεξαγωγή έρευνας για κάποια υπόθεση ή την εθνική ασφάλεια της χώρας.
Ο κατηγορούμενος έχει νομική άμυνα κατά της παραπάνω απαγόρευσης του ώστε να έχει πρόσβαση στο υλικό της δικογραφίας=μπορεί να υποβάλλει αντιρρήσεις γραπτώς ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου, το οποίο αποφασίζει αμετάκλητα, και άρα δεν χωρεί ένδικο μέσο κατά της κρίσης του δικαστικού συμβουλίου. Όμως, ο κατηγορούμενος έχει απεριόριστη πρόσβαση στο υλικό της δικογραφίας, που αφορά την σύλληψη και την προσωρινή κράτηση του, ειδικά σε περίπτωση που έχει επιβληθεί ο τελευταίος περιοριστικός όρος.
9.Πότε εκδίδεται ένταλμα βίαιης προσαγωγής;
Ο νόμος προβλέπει την έκδοση εντάλματος βίαιης προσαγωγής σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος κλήθηκε από τον ανακριτή για να απολογηθεί και δεν εμφανίστηκε από απείθεια, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ενοχής εναντίον του. Σε περίπτωση κατά την οποία οι ενδείξεις ενοχή του κατηγορουμένου είναι ισχυρές, τότε εκδίδεται ένταλμα σύλληψης, ένα μέτρο αρκετά σκληρότερο και δραστικότερο, ενώ το ένταλμα της σύλληψης πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένο και να επιδίδεται στον κατηγορούμενο κατά την στιγμή της σύλληψης.
Όσον αφορά το ένταλμα βίαιης προσαγωγής, αυτό είναι εκτελεστό σε όλη την χώρα, ενώ η εκτέλεση (του εντάλματος) γίνεται μέσω του εισαγγελέα και των αρχών, όπως τα αστυνομικά/λιμενικά όργανα κλπ. Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος βρίσκεται σε άλλη δικαστική περιφέρεια, ο εισαγγελέας στέλνει το ένταλμα στην αρμόδια αρχή της περιφέρειας εκείνης, η οποία μεριμνά για την εκτέλεση των ενταλμάτων, με την βοήθεια κάθε στρατιωτικής και πολιτικής αρχής, εντός της αρμοδιότητας της καθεμίας φυσικά.
Σκοπός του εντάλματος βίαιης προσαγωγής είναι για τον κατηγορούμενο να απολογηθεί στην κύρια ανάκριση και για τον μάρτυρα να καταθέσει τα όσα γνωρίζει σχετικά με μια υπόθεση. Μόλις ολοκληρωθούν τα παραπάνω γεγονότα, τόσο ο κατηγορούμενος όσο και ο μάρτυρας είναι ελεύθεροι να αποχωρήσουν, εκτός από την περίπτωση που ο εισαγγελέας (με την σύμφωνη γνώμη του ανακριτή) διατάξει την επιβολή προσωρινής κράτησης σε βάρος του κατηγορουμένου, οπότε και ο ίδιος θα οδηγηθεί στις φυλακές.
10.Μπορεί να απέχει ένας εισαγγελέας από την άσκηση ποινικής δίωξης;
Με βάση τον νόμο, υπάρχει μια σειρά αδικημάτων, από των οποίων την ποινική δίωξη μπορεί να απέχει ο εισαγγελέας αν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Όσον αφορά, δηλαδή, τον εισαγγελέα, αυτός μπορεί να απέχει:
- Από την ποινική δίωξη του εγκλήματος της εκβίασης και της απάτης, αν το θύμα πράγματι έχει τελέσει αξιόποινη πράξη και ο δράστης απειλεί ότι θα την αποκαλύψει.
- Προϋπόθεση εδώ είναι η αξιόποινη πράξη που τέλεσε το θύμα να μην βλάπτει το δημόσιο συμφέρον και προηγουμένως, ο εισαγγελέας πρωτοδικών να έχει λάβει την άδεια από τον εισαγγελέα εφετών για να απέχει από την δίωξη.
- Ο εισαγγελέας μπορεί, επίσης, να απέχει από την ποινική δίωξη αν πρόκειται για πλημμέλημα που απειλείται στον νόμο με ποινή φυλάκισης έως 1 έτος ή χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας.
- Μαζί με την παραπάνω προϋπόθεση, πρέπει να μην υπάρχει σοβαρό δημόσιο συμφέρον για την υπόθεση/να μην επιθυμεί το θύμα την δίωξη του δράστη/να προσπάθησε ο δράστης να αποκαταστήσει την ζημία του θύματος κλπ.
- Εάν πρόκειται για ανήλικο κι αυτός τελέσει κάποια αξιόποινη πράξη, ο εισαγγελέας μπορεί να απέχει από την ποινική δίωξη αν κρίνει ότι ο ανήλικος θα σταματήσει να τελεί αξιόποινες πράξεις και χωρίς την άσκηση ποινικής δίωξης.
- Πριν φτάσει όμως σε αυτήν την κρίση ο εισαγγελέας, οφείλει προηγουμένως να ακούσει τον ανήλικο, ενώ διατηρεί το δικαίωμα να επιβάλλει αναμορφωτικά μέτρα σε αυτόν, εφόσον υπάρχει έκθεση του επιμελητή ανηλίκων.
- Εφόσον πρόκειται για πλημμέλημα για το οποίο επιβάλλεται από τον νόμο ποινή φυλάκισης έως 3 έτη, ο εισαγγελέας μπορεί να απέχει από την ποινική δίωξη, εφόσον ο δράστης συναινεί να τηρεί όρους που αποσκοπούν στο δημόσιο συμφέρον και μειώνουν τις συνέπειες της πράξης του.
- Τέτοιοι όροι είναι η προσπάθεια του να συμφιλιωθεί με το θύμα/να καταβάλει χρηματικό ποσό σε φιλανθρωπικό ίδρυμα/να συμμετέχει σε πρόγραμμα κοινωνικής εκπαίδευσης/να συμμορφωθεί σε υποχρέωση διατροφής από τον νόμο/να παρακολουθεί ορισμένο αριθμό μαθημάτων οδήγησης.
- Αντίστοιχες διατάξεις υπάρχουν και για κακουργήματα, όπου ο εισαγγελέας πρωτοδικών μπορεί μετά από σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα εφετών να απέχει από την ποινική δίωξη, εφόσον ο δράστης ικανοποιήσει και αποκαταστήσει εντελώς την ζημία που υπέστη το θύμα.
- Για την αποχή από την ποινική δίωξη κακουργημάτων εκ μέρους του εισαγγελέα, θα μιλήσουμε σε άλλο κείμενο, καθώς το έχει πολύ ενδιαφέρον, αλλά και αρκετές λεπτομέρειες που χρειάζεται να αναλύσουμε.

Δίπλα στον πελάτη και τις ανάγκες του.
Αθηνά Κοντογιάννη-Δικηγόρος
Όσα αναφέρονται παραπάνω δεν αποτελούν νομικές συμβουλές και ουδεμία ευθύνη φέρεται για αυτές.Για περισσότερες πληροφορίες,επικοινωνήστε μαζί μας.
