Με τον ρυθμό των συναλλαγών να προχωρά αρκετά γρήγορα σήμερα, είναι πολύ συχνό τα μέρη να χρησιμοποιούν άλλους ανθρώπους για την διοίκηση των υποθέσεων τους. Μαι παραλλαγή των παραπάνω είναι όταν εκείνος που διοικεί την ξένη υπόθεση το πράττει,χωρίς να το γνωρίζει ο κύριος της υπόθεσης.Σε αυτό το κείμενο,θα μιλήσουμε για το τι ισχύει νομικά σε αυτές τις περιπτώσεις,καθώς και για τις αξιώσεις που η κάθε πλευρά έχει από την άλλη.
1.Πώς λέγεται το φαινόμενο αυτό νομικά;
Με τον όρο ‘διοίκηση αλλοτρίων’ εννοούμε την περίπτωση εκείνη όπου ένα πρόσωπο επιμελείται της υπόθεσης κάποιου άλλου προσώπου, χωρίς το τελευταίο να γνωρίζει κάτι από τα παραπάνω. Δηλαδή ανάμεσα στον διοικητή αλλοτρίων και τον κύριο της υπόθεσης δεν έχει συναφθεί κάποια σύμβαση (ούτε καν προφορική), και ο διοικητής επεμβαίνει με την θέληση του στην υπόθεση του άλλου προσώπου.
Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι διοικητής αλλοτρίων μπορεί να είναι φυσικό ή/και νομικό πρόσωπο (εταιρία/επιχείρηση κλπ), ενώ στην πράξη η διοίκηση αλλοτρίων σαν φαινόμενο παρατηρείται κυρίως σε επείγουσες καταστάσεις, όπου απαιτείται η ανάγκη άμεσης δράσης (πχ όταν έχει ξεσπάσει φωτιά στο γειτονικό ακίνητο και ο ιδιοκτήτης του διπλανού ακινήτου σβήνει την φωτιά για να μην εξαπλωθεί και στο δικό του σπίτι).
Όπως θα δούμε και παρακάτω, είναι κρίσιμη η βούληση εκείνου που διοικεί την ξένη υπόθεση=το αν αυτός την διοικεί σύμφωνα με το συμφέρον του κυρίου της υπόθεσης/αν την διοικεί αντίθετα προς την βούληση του κυρίου της υπόθεσης/αν την διοικεί σαν δική του υπόθεση. Κι αυτό, γιατί, ανάλογα με την βούληση του διοικητή της ξένης υπόθεσης, αλλάζει και η ευθύνη από τον νόμο απέναντι στον κύριο της υπόθεσης, όταν ο τελευταίος θα πληροφορηθεί τα όσα συνέβησαν σχετικά με την υπόθεση του.
2.Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να θεωρείται η υπόθεση ξένη;
Για να εμπίπτει κάποιος που φροντίζει για μια ξένη υπόθεση στις νομικές διατάξεις της διοίκησης αλλοτρίων, ο νόμος απαιτεί να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Πιο συγκεκριμένα, αυτό που απαιτείται είναι:
- Να γίνεται η διοίκηση/επιμέλεια μιας ξένης υπόθεσης από κάποιον. Δεν είναι αναγκαίο να πρόκειται αποκλειστικά για χειρωνακτικές εργασίες/υλικές ενέργειες=ο διοικητής αλλοτρίων μπορεί να επιχειρεί και νομικές ενέργειες στο όνομα του κυρίου της υπόθεσης, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο.
- Να γνωρίζει ο διοικητής αλλοτρίων ότι η υπόθεση είναι ξένη, δηλαδή ότι δεν ανήκει στο κέντρο των προσωπικών/επαγγελματικών του συμφερόντων. Αυτή η διάκριση έχει σημασία ακόμη και μεταξύ συγγενών, όπου ο νόμος θεωρεί ότι οι υποθέσεις και εκεί είναι ξένες μεταξύ τους.
- Να μην έχει συναφθεί σύμβαση μεταξύ του κυρίου της υπόθεσης και του διοικητή (ούτε καν προφορική). Σε αντίθετη περίπτωση, θα ισχύσουν τα όσα έχουν συμφωνήσει τα μέρη μεταξύ τους.
- Να έχει ο διοικητής της υπόθεσης επίγνωση ότι η υπόθεση είναι ξένη ως προς αυτόν. Με άλλα λόγια, να μην θεωρεί ο διοικητής αλλοτρίων ότι η υπόθεση που διοικεί του ανήκει/είναι δικιά του, αφού εκεί δεν εφαρμόζονται τα όσα θα αναφέρουμε παρακάτω.
3.Ποιες είναι οι υποχρεώσεις του διοικητή της υπόθεσης;
Με την ανάληψη της διοίκησης μιας ξένης υπόθεσης, ο διοικητής της τελευταίας αποκτά και ορισμένες υποχρεώσεις από τον νόμο, οι οποίες εξασφαλίζουν τα δικαιώματα του κυρίου της υπόθεσης απέναντι του. Πιο αναλυτικά, ο διοικητής της ξένης υπόθεσης οφείλει:
- Να διοικεί την υπόθεση σύμφωνα με το πραγματικό συμφέρον/την βούληση του κυρίου της υπόθεσης. Αυτό, μπορεί να διαπιστωθεί ιδίως αν ο διοικητής και ο κύριος της υπόθεσης γνωρίζονται μεταξύ τους, και ο καθένας αντιλαμβάνεται τις απαιτήσεις του άλλου.
- Αν δεν μπορεί να διαπιστωθεί η αληθινή βούληση του κυρίου της υπόθεσης, τότε η υπόθεση πρέπει να διοικηθεί σύμφωνα με την εικαζόμενη βούληση του κυρίου της υπόθεσης (δηλαδή ανάλογα με το τι θα έπραττε ο μέσος άνθρωπος σε μια παρόμοια κατάσταση με τις ίδιες συνθήκες που αντιμετωπίζει τώρα ο διοικητής αλλοτρίων).
- Να ειδοποιήσει (ο διοικητής της υπόθεσης) τον κύριο της υπόθεσης το συντομότερο δυνατόν ότι ανέλαβε την διοίκηση της υπόθεσης και να περιμένει από τον τελευταίο να του δώσει οδηγίες.
- Αν δεν είναι δυνατή η επικοινωνία/η αναμονή οδηγιών μπορεί να αποβεί μοιραία, ο διοικητής της υπόθεσης δικαιούται να ενεργήσει κάθε επείγον μέτρο που απαιτείται για την επιτυχή έκβαση της υπόθεσης.
- Να παρέχει λογοδοσία στον κύριο της υπόθεσης μετά την λήξη της=να εξηγήσει αναλυτικά στον κύριο της υπόθεσης σε ποιες ενέργειες προέβη καθώς και τον λόγο για τον οποίο έκανε κάθε μια από αυτές.
- Να αποδώσει οποιοδήποτε ωφέλημα (χρηματικό ή μη) έλαβε από την διοίκηση της ξένης υπόθεσης, και το οποίο με βάση τον νόμο, ανήκει στον κύριο της υπόθεσης και όχι στον διοικητή της.
- Να αποδώσει και τους τόκους που γεννώνται επί των παραπάνω χρηματικών ωφελημάτων απέναντι στον κύριο της υπόθεσης (οι τόκοι γεννώνται αμέσως μόλις γεννηθεί και η απαίτηση των ωφελημάτων του κυρίου της υπόθεσης απέναντι στον διοικητή).
4.Πώς διαπιστώνεται η αληθινή βούληση του κυρίου της υπόθεσης;
Πρόκειται για ένα ζήτημα αρκετά αμφισβητήσιμο, το οποίο δυσκολεύει ακόμη και τα ελληνικά δικαστήρια αρκετές φορές όταν ασχολούνται με υποθέσεις. Η αληθινή βούληση του κυρίου της υπόθεσης, σύμφωνα με την οποία οφείλει να δράσει ο διοικητής της υπόθεσης, εξαρτάται από την φύση της υπόθεσης/την σημασία της για τον κύριο της υπόθεσης/τις συνθήκες υπό τις οποίες διοικείται η υπόθεση και διάφορους ακόμη παράγοντες.
Για να είναι αληθινή η βούληση του κυρίου της υπόθεσης, είναι αναγκαίο ο τελευταίος να έχει εκφραστεί ρητά σε σχέση με αυτήν ως προς τον κύριο της υπόθεσης. Μπορεί, δηλαδή, να την έχει εκφράσει είτε γραπτώς είτε ακόμη και προφορικά μετά από προηγούμενη επικοινωνία του κυρίου της υπόθεσης με τον διοικητή. Σε περίπτωση που υπάρχει αμφιβολία, θα ισχύσει η πιο συμφέρουσα λύση για τα συμφέροντα του κυρίου της υπόθεσης ως προς την επιμέλεια της ίδιας της υπόθεσης.
Εφόσον δεν είναι δυνατό να βρεθεί η αληθινή βούληση του κυρίου της υπόθεσης, τότε ο διοικητής αλλοτρίων οφείλει να ενεργήσει σύμφωνα με την εικαζόμενη βούληση του κυρίου της υπόθεσης=σύμφωνα με την θέληση που θα είχε εκφράσει ο κύριος της υπόθεσης αν γνώριζε ότι η υπόθεση του διοικείται από ξένο πρόσωπο. Και το ζήτημα αυτό έχει αρκετές παραμέτρους, ωστόσο, κατά βάση ισχύουν οι ίδιοι κανόνες που αναφέραμε παραπάνω για την ερμηνεία της βούλησης του κυρίου της υπόθεσης.
5.Κι αν ο διοικητής επιμελήθηκε την ξένη υπόθεση αντίθετα προς την θέληση του ιδιοκτήτη;
Δεν αποκλείεται, ο διοικητής της ξένης υπόθεσης, να την χειρίστηκε αντίθετα προς την πραγματική/εικαζόμενη θέληση του κυρίου. Σε αυτήν την περίπτωση, προβλέπονται από τον νόμο ορισμένες συνέπειες. Δηλαδή, ο διοικητής της υπόθεσης θα ευθύνεται προς αποζημίωση απέναντι στον κύριο ακόμη κι αν η ζημία επήλθε εξαιτίας απρόβλεπτων παραγόντων, οι οποίοι δεν μπορούσαν να προβλεφθούν ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας.
Ακόμη, ο διοικητής της υπόθεσης δικαιούται να ζητήσει από τον κύριο ως αποζημίωση για τις δαπάνες του, μόνο οποιοδήποτε ωφέλημα (χρηματικό ή μη) έχει απομείνει μετά την λήξη της υπόθεσης. Αυτό σημαίνει, ότι οι δαπάνες του διοικητή που προέκυψαν από την επιμέλεια της υπόθεσης, θα καλυφθούν μόνο και εφόσον απομείνει κάποιο χρηματικό όφελος στον κύριο της υπόθεσης μετά την λήξη του χειρισμού της υπόθεσης από τον διοικητή.
Κατά τα λοιπά, ο διοικητής αλλοτρίων έχει τις ίδιες υποχρεώσεις απέναντι στον κύριο της υπόθεσης, όπως αναφέραμε και στο 3ο ερώτημα, χωρίς καμία παραλλαγή. Έχει ενδιαφέρον να τονίσουμε ότι για να θεωρηθεί ότι ο διοικητής ενήργησε αντίθετα προς την βούληση του κυρίου της υπόθεσης, θα πρέπει να αποδειχθεί και η σχετική υπαιτιότητα του διοικητή (δόλος/αμέλεια). Αντίθετα, ο διοικητής ενδέχεται να απαλλαχθεί από την ευθύνη του αν αποδείξει ότι η ζημία του κυρίου της υπόθεσης θα επερχόταν ακόμη κι αν ενεργούσε σύμφωνα με την βούληση του τελευταίου.
6.Πώς ευθύνεται ο διοικητής της ξένης υπόθεσης;
Με δεδομένο ότι ο διοικητής αλλοτρίων επεμβαίνει σε μια ξένη υπόθεση, είναι λογικό για τον νόμο να αντιμετωπίζεται με αυστηρότητα η ευθύνη του: Πιο συγκεκριμένα, ο διοικητής της ξένης υπόθεσης ευθύνεται για όποια ζημία προκαλέσει στον κύριο της υπόθεσης εξαιτίας δόλου ή αμέλειας. Μάλιστα, αν ο διοικητής της ξένης υπόθεσης προκαλέσει ζημία, η υπαιτιότητα του τεκμαίρεται, οπότε εκείνος θα πρέπει να ανταποδείξει ότι δεν τον βάρυνε υπαιτιότητα κατά την πρόκληση της ζημίας.
Διαφορετική είναι η ευθύνη του διοικητή της ξένης υπόθεσης, αν ο τελευταίος ανέλαβε την επιμέλεια της, προκειμένου να αποτρέψει κάποιον κίνδυνο που απειλούσε την περιουσία/προσωπικότητα του κυρίου της υπόθεσης. Κι εδώ τα κριτήρια είναι κάπως ρευστά, ωστόσο πρέπει να τονίσουμε ότι σημασία για τον νόμο έχει ο κίνδυνος να ήταν ήδη παρών/πολύ πιθανό να ακολουθήσει στο μέλλον, καθώς και να μην μπορούσε να αποτραπεί με άλλα μέσα από τον διοικητή της ξένης υπόθεσης.
Τέλος, όπως τονίσαμε και παραπάνω, αν ο διοικητής της ξένης υπόθεσης, την μεταχειριστεί αντίθετα προς την πραγματική θέληση του κυρίου της υπόθεσης, τότε θα ευθύνεται και για κάθε γεγονός που προξένησε ζημία στον κύριο της υπόθεσης, αλλά δεν μπορούσε να προβλεφθεί. Αλλά για να συμβεί αυτή η περίπτωση, είναι αναγκαίο να έχει εξωτερικευθεί η αληθινή βούληση του κυρίου της υπόθεσης/να μπορούσε με κάποιον τρόπο να γίνει αυτή αντιληπτή.
7.Τι αξιώσεις έχει ο διοικητής της υπόθεσης από τον κύριο;
Εφόσον ο διοικητής αλλοτρίων με την επιμέλεια της υπόθεσης του κυρίου, βοηθάει τον τελευταίο στην διαχείριση των υποθέσεων του, είναι λογικό να δικαιούται κάποιας ανταμοιβής από τον νόμο. Για αυτόν τον λόγο, δικαιούται καταρχάς να ζητήσει από τον κύριο τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για την εκτέλεση της υπόθεσης, και υπό την προϋπόθεση ότι αυτές οι δαπάνες ήταν όντως αναγκαίες για την επιτυχή έκβαση της υπόθεσης.
Από τις δαπάνες, δηλαδή, που δικαιούται να ζητήσει ο διοικητής από τον κύριο της υπόθεσης, θα αφαιρεθεί οποιαδήποτε δαπάνη ήταν άσχετη με την πορεία της υπόθεσης του κυρίου καθώς και όποια δαπάνη κρίνεται ως υπερβολική/αχρείαστη με δεδομένες τις ανάγκες της υπόθεσης. Εκτός από τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε, ο διοικητής αλλοτρίων δικαιούται να ζητήσει και αποζημίωση για οποιαδήποτε ζημία υπέστη από την διεκπεραίωση της υπόθεσης του κυρίου.
Σχετικά με τα κονδύλια της αποζημίωσης, για τα οποία έχουμε αναφερθεί σε ξεχωριστό κείμενο, είναι αναγκαίο να τονίσουμε ότι αυτά περιλαμβάνουν οποιαδήποτε ζημία υπέστη ο διοικητής αλλοτρίων στην προσωπικότητα/περιουσία του κατά την διάρκεια της υπόθεσης, καθώς και όποια εισοδήματα έχασε λόγω της ενασχόλησης του με την υπόθεση του κυρίου. Θα πρέπει όμως, να είναι σχεδόν βέβαιο/πολύ πιθανό ότι θα αποκτούσε τα συγκεκριμένα εισοδήματα αν δεν ασχολούνταν με την υπόθεση του κυρίου.
8.Κι αν ο διοικητής επιμελήθηκε την υπόθεση σαν να ήταν δική του;
Σε αυτήν την περίπτωση που, ο διοικητής επιμελείται την ξένη υπόθεση με στόχο να προωθήσει τα δικά του συμφέροντα, ο νόμος είναι ξεκάθαρος: Καταρχάς, ο διοικητής της ξένης υπόθεσης θα συνεχίσει να έχει όλες τις υποχρεώσεις που θα είχε κανονικά, και τις οποίες αναφέραμε στο προηγούμενο ερώτημα. Εκτός αυτού, δεν δικαιούται να ζητήσει καμία αποζημίωση για την ζημία που υπέστη λόγω της επιμέλειας της υπόθεσης (δεν ισχύουν δηλαδή εδώ τα όσα αναφέραμε στο προηγούμενο ερώτημα).
Σε ό,τι αφορά τις δαπάνες στις οποίες ο διοικητής της ξένης υπόθεσης αναγκαστικά υποβλήθηκε, εφόσον την επιμελήθηκε σαν να ήταν δική του, τότε ο νόμος του επιτρέπει να ζητήσει μόνο όσες δαπάνες είναι διαθέσιμες, όπως εξηγήσαμε παραπάνω. Σημαντικό είναι επίσης, ότι ο διοικητής αλλοτρίων θα ευθύνεται και λόγω αδικοπραξίας, αν προκαλέσει οποιαδήποτε ζημία στην περιουσία του κυρίου της υπόθεσης, κατά την διεξαγωγή της τελευταίας.
Με βάση το παραπάνω, ο κύριος της υπόθεσης θα έχει 2 νομικές βάσεις στην διάθεση του για να στραφεί κατά του διοικητή της υπόθεσης, αν προκληθεί από τον 2ο ζημία στην περιουσία/προσωπικότητα του 1ου. Τέλος, όσον αφορά την ευθύνη του διοικητή της ξένης υπόθεσης, που την μεταχειρίζεται σαν να είναι δική του, με βάση τον νόμο ο τελευταίος θα ευθύνεται και για τα τυχαία γεγονότα που ενδέχεται απρόβλεπτα να συμβούν και εξαιτίας αυτών να προκληθεί τυχόν ζημία.
9.Τι ποσό οφείλει να αποδώσει ο κύριος της υπόθεσης στον διοικητή αυτής;
Αναφορικά με το ποσό που θα πρέπει να αποδώσει ο κύριος της υπόθεσης στον διοικητή αυτής, είπαμε και προηγουμένως ότι αυτός οφείλει να αποδώσει στον διοικητή της υπόθεσης αποζημίωση για όποια ζημία υπέστη καθώς και τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για τις ανάγκες της υπόθεσης. Ωστόσο, ο νόμος επιτρέπει στον κύριο της υπόθεσης να μην καταβάλει τα παραπάνω ποσά στον διοικητή αλλοτρίων, εφόσον συντρέχει μια συγκεκριμένη περίπτωση.
Εφόσον, δηλαδή, ο διοικητής της ξένης υπόθεσης είχε την πρόθεση να μην απαιτήσει δαπάνες ή αποζημίωση από τον κύριο της υπόθεσης, τότε ο τελευταίος δεν υποχρεούται να του καταβάλει τα παραπάνω ποσά. Το πότε ο διοικητής αλλοτρίων είχε τέτοια πρόθεση είναι ζήτημα περίπλοκο, που εξαρτάται από τις ανάγκες της εκάστοτε υπόθεσης, ενώ έχει σημασία και το αν ο διοικητής της υπόθεσης είχε εκφραστεί ρητά ή σιωπηρά για την αναζήτηση των δαπανών του.
Κάτι παρόμοιο ισχύει και σχετικά με τους καρπούς/ωφελήματα που προέκυψαν από την υπόθεση που επιμελήθηκε ο διοικητής αλλοτρίων=κατά κανόνα, ο διοικητής αλλοτρίων υποχρεούται να επιστρέψει στον κύριο της υπόθεσης όλα τα ωφελήματα που προέκυψαν από την ανάληψη της υπόθεσης, εκτός από εκείνα τα ωφελήματα τα οποία ήταν συνέπεια ιδιαίτερων ικανοτήτων/καλού χειρισμού της υπόθεσης από τον διοικητή αλλοτρίων.
10.Σε ποιες περιπτώσεις συναντάμε την διοίκηση αλλοτρίων στην πράξη;
Ο νόμος επεκτείνει την εφαρμογή των διατάξεων της διοίκησης αλλοτρίων, και σε έναν άλλο θεσμό, αυτόν της διατροφής μεταξύ συγγενών, τον οποίο έχουμε εξηγήσει αναλυτικά σε προηγούμενο κείμενο μας. Δηλαδή, ορίζεται από τον νόμο ότι αν κάποιος κατέβαλε διατροφή σε συγγενή του εξ αίματος σε ευθεία (σε απεριόριστο βαθμό) ή πλάγια γραμμή (μέχρι 4ου βαθμού), τότε δικαιούται να ζητήσει τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε καθώς και αποζημίωση για όποια ζημία υπέστη.
Δηλαδή, στην παραπάνω περίπτωση, ο νόμος θεωρεί ότι συγγενής που κατέβαλε διατροφή σε κάποιον άλλον έχει την πρόθεση να απαιτήσει τις δαπάνες για την διατροφή αυτή, και σε καμία περίπτωση δεν παραιτείται από τις αξιώσεις του αυτές. Φυσικά, μπορεί να ισχύσει και το αντίθετο, ειδικά σε περίπτωση που τα μέρη έχουν συμφωνήσει ότι δεν θα ζητηθεί αποζημίωση/δαπάνες για την διατροφή που καταβλήθηκε, και άρα η τελευταία καταβλήθηκε για λόγους φιλοφροσύνης.
Εντούτοις, όπως έχουμε αναφέρει στον θεσμό της διατροφής, ο συγγενής που κατέβαλε διατροφή σε άλλον συγγενή ενώ δεν όφειλε από τον νόμο να καταβάλει, δικαιούται να στραφεί αναγωγικά κατά του συγγενή εκείνου που είναι υπόχρεος για καταβολή της διατροφής, προκειμένου να ζητήσει την επιστροφή των ποσών που κατέβαλε λόγω διατροφής. Έτσι, λοιπόν τα ποσά επιστρέφονται, ώστε τελικός υπόχρεος για την διατροφή να είναι ο συγγενής που από τον νόμο είχε υποχρέωση εξαρχής να καταβάλει την διατροφή.
Δίπλα στον πελάτη και τις ανάγκες του.
Αθηνά Κοντογιάννη-Δικηγόρος
Όσα αναφέρονται παραπάνω δεν αποτελούν νομικές συμβουλές και ουδεμία ευθύνη φέρεται για αυτές.Για περισσότερες πληροφορίες,επικοινωνήστε μαζί μας.