Ποια είναι η σχέση της μνηστείας με τον γάμο;Έχουν διαφορές οι 2 θεσμοί στην πράξη;

Ποια είναι η σχέση της μνηστείας με τον γάμο;Έχουν διαφορές οι 2 θεσμοί στην πράξη;

Παρατηρούμε,σήμερα,ότι οι οικογενειακές σχέσεις είναι τεταμένες και τα περιστατικά βίας διαδέχονται το ένα το άλλο συνεχώς.Αυτή είναι και η κυριότερη αιτία που τα ζευγάρια οδηγούνται σε διαζύγιο.Πώς λειτουργεί όμως νομικά ο θεσμός του γάμου και της μνηστείας.Μπορεί το θέμα να σου φαίνεται καθημερινό και απλό,ωστόσο θα εκπλαγείς από τις σύνθετες ρυθμίσεις του νόμου για τον θεσμό του γάμου,την δυνατότητα ακύρωσης,καθώς και τα διάφορα είδη ελαττωματικών γάμων που υπάρχουν στο ελληνικό δίκαιο.Σε αυτό το κείμενο θα παρουσιάσουμε όλα τα παραπάνω θέματα,και θα εξηγήσουμε με επιχειρήματα ότι η μνηστεία δεν οδηγεί αναγκαία σε γάμο,με πολλούς να πιστεύουν εσφαλμένα το αντίθετο.

1.Πώς θα περιγράφαμε την μνηστεία σήμερα;

Με τον όρο ‘μνηστεία’ εννοούμε εκείνη την σύμβαση μεταξύ δυο προσώπων, τα οποία δεσμεύονται αμοιβαία να τελέσουν γάμο στο μέλλον. Ο νόμος δεν θεωρεί την μνηστεία ως προαπαιτούμενο για την τέλεση γάμο, στην πράξη όμως πρόκειται για κάτι συνηθισμένο που προηγείται του γάμου. Οφείλουμε να διακρίνουμε την μνηστεία από την απλή πρόταση γάμου, που νομικά δεν έχει το ίδιο περιεχόμενο με αυτήν, αφού η πρόταση γάμου είναι μια δήλωση βούλησης που απευθύνεται στον/στην άλλη σύζυγο για τέλεση γάμου στο μέλλον.

Προκειμένου να συναφθεί έγκυρα μνηστεία μεταξύ των συζύγων, οφείλουν και οι 2 να είναι δικαιοπρακτικά ικανοί (=κατά κανόνα να είναι ενήλικοι), να εννοούν με σοβαρότητα την πρόθεση τους να μνηστευθούν (=να μην είναι εικονική η μνηστεία που θα συναφθεί), καθώς και να μην έχει μνηστευθεί προηγουμένως κάποιος από τους συζύγους με άλλον. Κατά τα λοιπά, οφείλουν να μην υπάρχουν και τα κωλύματα για την σύναψη γάμου, για τα οποία θα μιλήσουμε παρακάτω.

Επιτρέπεται ακόμη να συναφθεί η μνηστεία υπό αίρεση, αρκεί η αίρεση αυτή να μην είναι αντίθετα στα χρηστά ήθη. Για παράδειγμα, έγκυρα συμφωνεί το ζευγάρι ότι θα μνηστευθούν μόλις αποκτήσουν κοινή στέγη, ενώ δεν μπορεί να συμφωνηθεί ότι θα συναφθεί μνηστεία μόλις κάποιος από τους συμβίους αποκληρώσει τα τέκνα που έχει από προηγούμενο γάμο. Αν η αίρεση υπό την οποία συνάπτεται η μνηστεία είναι άκυρη, τότε καθένας από τους συμβίους, μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της μνηστείας ακόμη και άτυπα.

2.Οδηγεί υποχρεωτικά η μνηστεία σε γάμο;

Ο βασικός κανόνας που θέτει ο νόμος είναι ότι  κανένας δεν μπορεί να εξαναγκάσει εκείνον/η που μνηστεύθηκε να συνάψει γάμο μαζί του. Αντίστοιχα, σε περίπτωση λύσης της μνηστείας δεν γεννάται ούτε υποχρέωση αποζημίωσης μεταξύ εκείνων που μνηστεύθηκαν, και κατά κανόνα, ούτε υποχρέωση διατροφής για όσο χρόνο διαρκεί η μνηστεία. Για αυτόν τον λόγο, καθένας από το συμβίους μπορεί να λύσει την μνηστεία με άτυπη δήλωση του προς την άλλη πλευρά, οποτεδήποτε το θελήσει.

Η μνηστεία ακόμη μπορεί να λυθεί και συναινετικά με άτυπη συμφωνία του ζευγαριού ότι δεν επιθυμεί πλέον την μνηστεία, ενώ σε περίπτωση θανάτου/δικαιοπρακτικής ανικανότητας/κήρυξης σε αφάνεια ενός από τους 2 μνηστευμένους, τότε η μνηστεία λύνεται αυτόματα και υποχρεωτικά από τον νόμο. Στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγουμε, κι αν εμφανιστεί αργότερα κάποιο κώλυμα γάμου, το οποίο εφόσον εμποδίζει την σύναψη γάμου, είναι λογικό να εμποδίζει και την σύναψη μνηστείας ανάμεσα στο ζευγάρι.

Τέλος, η τέλεση γάμου μεταξύ του ζευγαριού αποτελεί λόγο λύσης της μνηστείας, διότι πλέον το ζευγάρι ενώνεται με τα δεσμά του γάμου. Έχει τονιστεί από τα δικαστήρια κατ’ επανάληψη ότι η μακρόχρονη διατήρηση της μνηστείας και οι ηθικές πιέσεις προς το ζευγάρι να προχωρήσουν σε γάμο δεν θεωρείται ότι αποκλείει/αποδυναμώνει το δικαίωμα του καθενός να λύσει την μνηστεία. Κάτι τέτοιο, άλλωστε θα ήταν αντίθετο στην αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, όπως κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα.

3.Έχει συνέπειες η λύση της μνηστείας στην πράξη;

Ο νόμος επιβάλλει σε εκείνον/η που με υπαιτιότητα θα λύσει την μνηστεία, την υποχρέωση να αποζημιώσει τον/την μνηστευμένο, τους γονείς του καθώς και οποιονδήποτε άλλον, για τις δαπάνες και τα οικονομικά έξοδα που έγιναν με την προσδοκία γάμου. Με άλλα λόγια, καλύπτονται μόνο τα έξοδα που έγιναν επειδή πίστεψαν καλόπιστα οι συγγενείς του μνηστευμένου ότι θα συναφθεί σύντομα γάμου, και η αποζημίωση δεν είναι πλήρης, ώστε να περιλαμβάνει και όσα θα λάμβανε ο/η μνηστευμένος από τον γάμο σαν βιοτικό επίπεδο.

Για να υποχρεωθεί κάποιος να καταβάλλει αποζημίωση λόγω λύσης της μνηστείας, οφείλει να βαρύνεται με υπαιτιότητα ως προς την λύση της μνηστείας, χωρίς δηλαδή να υπάρχει κάποιος σπουδαίος λόγος που να δικαιολογεί υπό άλλες συνθήκες την λύση. Σε περίπτωση που και οι 2 μνηστευμένοι βαρύνονται με υπαιτιότητα ως προς την λύση της μνηστείας, τότε η αποζημίωση θα επιμεριστεί αντίστοιχα ανάλογα με τα ποσοστά υπαιτιότητας του καθενός αντίστοιχα, ενώ μπορεί και να αποσβεσθεί αμοιβαία η υποχρέωση αν τα ποσοστά υπαιτιότητας είναι ίδια και για τους δυο.

Ανεξάρτητα από την παραπάνω υπαιτιότητα, από την λύση της μνηστείας και έπειτα οι (πρώην) μνηστευμένοι οφείλουν να επιστρέψουν τα δώρα και σύμβολα που έλαβαν από την άλλη πλευρά. Αν τα παραπάνω δώρα/σύμβολα έχουν πωληθεί, μπορεί να ζητηθεί η αξία τους σε χρήμα. Ο νόμος αποκλείει την αναζήτηση αυτών των δώρων, αν οι μνηστευμένοι παραιτηθούν ρητά από την παραπάνω αξίωση, ενώ σε περίπτωση θανάτου κάποιου από τους μνηστευμένους, αποκλείεται η αναζήτηση των δώρων/συμβόλων που δόθηκαν, εκτός κι αν το ζευγάρι είχε συμφωνήσει διαφορετικά όσο ζούσε.

4.Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να συνάψει κανείς γάμο;

Όσον αφορά την σύναψη γάμου, ο νομοθέτης τάσσει ορισμένες προϋποθέσεις, των οποίων μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητή η σημασία πρακτικά. Πιο συγκεκριμένα, ένας έγκυρος γάμος σήμερα απαιτεί:

  • Να έχουν συμπληρώσει οι μελλόνυμφοι το 18ο έτος κατά την ημέρα σύναψης του γάμου.
  • Αν δεν έχουν συμπληρώσει οι μελλόνυμφοι το 18ο έτος ηλικίας, ο γάμος μπορεί να συναφθεί μόνο αν δοθεί άδεια από το δικαστήριο με αίτηση των γονέων του ανηλίκου.
  • Δεν είναι πλέον ανάγκη οι μελλόνυμφοι να είναι διαφορετικού φύλου (μετά και τον πρόσφατο νόμο για τα ομόφυλα ζευγάρια).
  • Να υπάρχει συμφωνία τέλεσης γάμου (φαίνεται αυτονόητο, αλλά δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου η μια πλευρά έχει εξαπατηθεί/απειληθεί για να προβεί στην τέλεση γάμου).
  • Να γνωρίζουν ακριβώς οι μελλόνυμφοι την σημασία του γάμου σαν νομικό γεγονός, και άρα να μην συνάπτουν γάμο με σοβαρή πρόθεση (όχι για αστεϊσμό/για πλάκα/για λόγους εικονικότητας).
  • Να μην υπάρχει προηγούμενος γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης σε ισχύ κάποιου από τους μελλόνυμφους με άλλο πρόσωπο.
  • Να μην συνδέονται οι μελλόνυμφοι μεταξύ τους με συγγένεια εξ αίματος σε ευθεία γραμμή απεριόριστα (γονείς/παιδιά/εγγόνια), και σε πλάγια γραμμή ως τον 4ο βαθμό (αδέλφια/θείοι/πρώτα ξαδέρφια).
  • Αντίστοιχα κωλύματα υπάρχουν και για συγγενείς εξ αγχιστείας καθώς και για αυτούς που υιοθετούν/έχουν υιοθετηθεί.
  • Να κάνουν αυτοπρόσωπες δηλώσεις βούλησης οι μελλόνυμφοι κατά την τελετή του γάμου (έχει καταγραφεί στην Ελλάδα, και γάμος με αντιπρόσωπο αντί για τον ίδιο τον μελλόνυμφο).

5.Κι αν ο μελλόνυμφος βρίσκεται σε δικαστική συμπαράσταση;

Ορισμένες κατηγορίες προσώπων στερούνται εντελώς της δικαιοπρακτικής ικανότητας, και επομένως δεν μπορούν να συνάψουν γάμο. Αυτοί είναι οι ανήλικοι κάτω των 14 ετών, τα πρόσωπα που δεν έχουν συνείδηση των πρατομένων τους και δεν αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα, καθώς και όσοι πάσχουν από ψυχική/διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά την βούληση τους. Το ίδιο ισχύει και για όσους έχουν κηρυχθεί ακόμη και σε μερική δικαστική συμπαράσταση, που τους απαγορεύει ειδικά την τέλεση γάμου.

Για εκείνους στους οποίους απαγορεύεται από τον νόμο η σύναψη γάμου λόγω μερικής δικαστικής συμπαράστασης, ο γάμος μπορεί έγκυρα να τελεσθεί αν ο δικαστικός συμπαραστάτης παράσχει με έγγραφο την άδεια του για τον σκοπό αυτό. Σε περίπτωση που ο δικαστικός συμπαραστάτης αρνείται να συναινέσει, τότε μπορεί να ζητηθεί η άδεια από το δικαστήριο με ειδική αίτηση που περιγράφει τους λόγους για τους οποίους εκείνος που έχει κηρυχθεί σε δικαστική συμπαράσταση κρίνεται ικανός να τελέσει γάμο.

Τέλος, για όσους έχουν τεθεί σε πλήρη δικαστική συμπαράσταση, όπου ο δικαστικός συμπαραστάτης αποφασίζει για όλες τις δικαιοπραξίες που τελεί ο συμπαραστατούμενος, κατά κανόνα απαγορεύεται από τον νόμο η τέλεση γάμου, καθώς ο συμπαραστατούμενος ενδεχομένως να μην συνειδητοποιεί καν την νομική κατάσταση (του γάμου) στην οποία πρόκειται να δεσμευθεί. Αν θέλεις να διαβάσεις περισσότερα για το θέμα, μπορείς να δεις περισσότερα για τον θεσμό της δικαστικής συμπαράστασης σε σχετικό κείμενο μας όπου περιγράφουμε αναλυτικά το θέμα.

6.Τι απαιτεί ο νόμος για να τελεστεί ένας γάμος έγκυρα;

Για να έχει ο γάμος νομική υπόσταση, ο νόμος απαιτεί να λάβουν οι μελλόνυμφοι άδεια από τον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας αντίστοιχα του τόπου κατοικίας του. Η άδεια αυτή δεν θεραπεύει τυχόν ελαττώματα του γάμου που τον καθιστούν εξαρχής άκυρο, ενώ απαιτείται για οποιαδήποτε μορφή με την οποία θα τελεστεί ο γάμος (πολιτικός/θρησκευτικός/άλλου δόγματος). Ο γάμος, όμως, παραμένει υποστατός ακόμη κι αν δεν δοθεί τελικά η παραπάνω άδεια, εφόσον συντρέχουν οι γενικές προϋποθέσεις.

Εκτός αυτού, οι μελλόνυμφοι οφείλουν να τοιχοκολλήσουν σε εμφανές σημείο στο κατάστημα του δημαρχείου την σχετική αναγγελία του γάμου τους, κι αν κατοικούν σε μεγάλη πόλη να δημοσιεύσουν σχετικά τον γάμο τους σε εφημερίδα που κυκλοφορεί καθημερινά. Έτσι, ο γάμος οφείλει να τελεστεί μέσα σε 6 μήνες από τότε που θα γίνει η σχετική τοιχοκόλληση/δημοσίευση ενώ έχει γίνει δεκτό ότι οι παραπάνω διατυπώσεις μπορούν να παραλειφθούν από το ζευγάρι αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι.

Ο νόμος επισημαίνει ότι οι μελλόνυμφοι μπορούν να τελέσουν τόσο πολιτικό όσο και θρησκευτικό γάμο συνδυαστικά, με όποια σειρά επιλέξουν. Οφείλουν όμως μετά την τέλεση του γάμου, να συντάξουν ληξιαρχική πράξη στην οποία θα αναφέρουν την τέλεση του γάμου, και αντίγραφο της οποίας θα παραδώσουν στον αρμόδιο υπάλληλο του ληξιαρχείου, προκειμένου να γίνει η καταχώρηση στα ληξιαρχικά βιβλία. Ο ληξίαρχος ενεργεί μόνο έλεγχο πληρότητας των εγγράφων και δεν μπορεί να κρίνει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις τέλεσης του γάμου από τον νόμο.

7.Πότε ένας γάμος είναι ακυρώσιμος;

Ένας γάμος είναι ακυρώσιμος σε 3 περιπτώσεις. Η 1η περίπτωση αφορά τον/την σύζυγο που πλανήθηκε για την ταυτότητα του άλλου συζύγου. Η πλάνη θα πρέπει να αφορά ουσιώδεις πτυχές της ζωής και του χαρακτήρα και όχι απλώς την εντύπωση που είχε σχηματίσει ο πλανηθείς σύζυγος (=πλανάται πράγματι ο/η σύζυγος που αγνοούσε το εγκληματικό παρελθόν και τις ποινικές καταδίκες του/της συζύγου του, και όχι εκείνος/η που πίστευε ότι ο/η σύζυγος του έχει μεγάλη οικονομική περιουσία και θα απολαμβάνει στο εξής καλύτερο επίπεδο ζωής).

Η 2η περίπτωση αφορά τον/την σύζυγο που εξαπατήθηκε για να συνάψει γάμο. Στην ουσία εδώ η πλάνη του/της συζύγου προκλήθηκε ή και ενισχύθηκε από τον/την σύζυγο (και ενδεχομένως τρίτα πρόσωπα όπως συγγενείς/φίλους), τα οποία είχαν υποχρέωση να αποκαλύψουν την πραγματική κατάσταση και να μην επιβεβαιώνουν/συγκαλύπτουν ψευδείς καταστάσεις. Το περιεχόμενο, δηλαδή, της απάτης είναι ίδιο με εκείνο της πλάνης που αναφέραμε παραπάνω, απλώς είναι αναγκαίο η πλάνη αυτή να έχει προκληθεί από τρίτα πρόσωπα.

Η 3η περίπτωση αφορά  τον/την σύζυγο που απειλήθηκε για να συνάψει γάμο. Η απειλή εδώ πρέπει να προξενεί φόβο/τρόμο για την ζωή/υγεία/σωματική ακεραιότητα εκείνου που απειλήθηκε, δίχως την οποία (απειλή) δεν θα προχωρούσε στην σύναψη γάμου. Για παράδειγμα, βάσιμα απειλήθηκε ο/η σύζυγος που παντρεύτηκε τον άλλον σύζυγο υπό την απειλή ότι θα την σκοτώσει, ενώ δεν ισχύει το ίδιο για εκείνον/η που παντρεύτηκε λόγω της προειδοποίησης από τους γονείς του/της άλλου/ης συζύγου ότι σε περίπτωση ματαίωσης του γάμου θα διακόψουν την επικοινωνία μαζί του/της και θα στενοχωρηθούν αρκετά.

8.Έχει διαφορά ο άκυρος από τον ακυρώσιμο γάμο;

Σε αντίθετη με τον ακυρώσιμο γάμο, ο άκυρος γάμος προϋποθέτει καταρχάς, η συμφωνία των μελλονύμφων και η δήλωση τους να συνάψουν γάμο να ήταν ελαττωματική =οι μελλόνυμφοι πίστευαν ότι δεν τελούν πραγματικά γάμο/είχαν θέσει απαγορευμένη αίρεση στον γάμο τους. Ακόμη, αν οι μελλόνυμφοι δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους ή αν υπάρχει κώλυμα συγγένειας/υιοθεσίας από αυτά που αναφέραμε παραπάνω, τότε ο γάμος είναι επίσης άκυρος.

Σε αυτό το σημείο, πρέπει να τονίσουμε ότι η παράλειψη των τυπικών διατυπώσεων (της τοιχοκόλλησης/δημοσίευσης σε εφημερίδα του μελλοντικού γάμου) δεν αποτελεί λόγο ακυρότητας του γάμου. Αντίθετα, η προσθήκη όρου/αίρεσης για την σύναψη γάμου συνεπάγεται την παντελή ακυρότητα του τελευταίου (για παράδειγμα, αν οι μελλόνυμφοι συμφωνούν να συνάψουν γάμο με την προϋπόθεση ότι οι συγγενείς του ενός θα μεταβιβάσουν στον άλλον περιουσιακά στοιχεία, τότε ο γάμος που θα συναφθεί δεν έχει καμία νομική ισχύ).

Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι τόσο ο άκυρος όσο και ο ακυρώσιμος γάμος παραμένουν τυπικά έγκυροι μέχρι να ακυρωθούν με δικαστική απόφαση. Κάτι τέτοιο γίνεται για χάρη της ασφάλειας δικαίου, αλλά με δεδομένο ότι τα ελαττώματα που αναφέραμε και στις 2 κατηγορίες γάμων είναι τόσο σοβαρά ώστε να μην δικαιολογούν την διατήρηση τους σε ισχύ, η έννομη τάξη προχωρά σε κλιμακωτό σύστημα=πρώτα θα τελεστεί ο γάμος ακόμη κι αν αυτός είναι άκυρος/ακυρώσιμος και στην συνέχεια θα προχωρήσει η δικαστική ακύρωση του, αν συντρέχει κάποιος από τους παραπάνω λόγους φυσικά.

9.Με ποια διαδικασία μπορεί να ζητηθεί η ακύρωση ενός γάμου;

Για να ακυρωθεί δικαστικά ένας άκυρος/ακυρώσιμος γάμος, ο νόμος απαιτεί να ασκηθεί αγωγή από τους συζύγους και από όποιον έχει έννομο συμφέρον (συγγενείς/φίλους και από τον ίδιο τον εισαγγελέα αν υπάρχει λόγος δημοσίου συμφέροντος). Αυτό ισχύει στον άκυρο γάμο μόνο, καθώς στον ακυρώσιμο γάμο, την αγωγή δικαιούται να ασκήσει μόνο ο σύζυγος που πλανήθηκε/εξαπατήθηκε/απειλήθηκε. Ακόμη κι αν ο γάμος έχει προηγουμένως λυθεί με διαζύγιο/θάνατο του άλλου συζύγου, υπάρχει έννομο συμφέρον για να ακυρωθεί δικαστικά.

Η αγωγή που θα ασκηθεί είναι αναγνωριστική, εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών, και έχει ως αίτημα την αναγνώριση εξαρχής της ακυρότητας του γάμου. Σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας του άλλου συζύγου, (κάτι το οποίο παρουσιάζεται σαν φαινόμενο σε ακυρώσιμους γάμους λόγω απάτης/απειλής), μπορεί μαζί με την ακύρωση του γάμου να ζητηθεί αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας ή ακόμη και λόγω προσβολής των εννόμων αγαθών της προσωπικότητας/αξιοπρέπειας του/της συζύγου που ζητεί την ακύρωση.

Εάν υφίσταται επικείμενος κίνδυνος/επείγουσα περίπτωση, μπορεί να ζητηθεί η προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης από το δικαστήριο με λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση, όμως, που θα απαγγέλει την ακύρωση του γάμου αν γίνει δεκτός και αποδειχθεί κάποιος από τους λόγους που αναφέραμε, οφείλει να γίνει αμετάκλητη (=να ασκηθεί έφεση/αναίρεση εναντίον της απόφασης και να απορριφθεί ή να περάσουν άπρακτες οι σχετικές προθεσμίες χωρίς να ασκηθούν ένδικα μέσα) για να αναπτύξει τα αποτελέσματα της και να ακυρωθεί έτσι ο γάμος έναντι όλων.

10.Ποια αποτελέσματα έχει η ακύρωση ενός γάμου πρακτικά;

Έχοντας υπόψη ότι ο γάμος των συζύγων επηρεάζει την ζωή των τελευταίων σε αρκετούς τομείς, ο νομοθέτης αναφέρει τα αποτελέσματα που έχει η ακύρωση ενός γάμου, καθώς και από πότε ενεργεί η ακύρωση του γάμου. Για να το δούμε πιο αναλυτικά:

  • Από την ακύρωση του γάμου καταργείται αναδρομικά το κληρονομικό δικαίωμα καθενός από τους συζύγους στην περιουσία του άλλου.
  • Αν κάποιος από τους συζύγους είχε ήδη πεθάνει, τότε μετά την ακύρωση οφείλει να επιστρέψει καθετί που έλαβε από την κληρονομία του άλλου συζύγου μέχρι την ακύρωση του γάμου.
  • Τυχόν τέκνα που είχαν γεννηθεί εντός του γάμου, διατηρούν την ιδιότητα τους ως τέκνα γεννημένα σε γάμο και αντίστοιχα το κληρονομικό δικαίωμα τους επί των γονέων τους.
  • Κάθε σύζυγος, μετά την ακύρωση του γάμου, αποκτά αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του άλλου συζύγου στην διάρκεια του γάμου.
  • Δηλαδή, ο σύζυγος που συνεισέφερε πραγματικά με εργασία, ώστε ο άλλος σύζυγος να αυξήσει την περιουσία του, δικαιούται να αξιώσει αυτήν την συμβολή του σε χρήμα.
  • Οι 3οι που είχαν συναλλαχθεί με το ζευγάρι στην διάρκεια του γάμου, προστατεύονται νομικά και οι συναλλαγές που είχαν γίνει παραμένουν έγκυρες.
  • Σταματά η υποχρέωση των συζύγων να έχουν κοινή συζυγική στέγη και ο καθένας από αυτούς μπορεί να μετακομίσει σε άλλη κατοικία.
  • Οι σύζυγοι πλέον δεν δικαιούνται να φέρουν το επώνυμο του άλλου συζύγου, εκτός αν έχουν προχωρήσει σε ρητή/σιωπηρή συμφωνία μεταξύ τους.
  • Οι σύζυγοι δεν μπορούν να αναζητήσουν δικαστικά όσα είχαν εισφέρει για τις ανάγκες της συζυγικής στέγης, ακόμη και με την μορφή διατροφής.
  • Οι αξιώσεις που έχουν οι σύζυγοι από αδικοπραξίες που τελέστηκαν μεταξύ τους παραγράφονται 6 μήνες μετά την ακύρωση του γάμου τους.

Δίπλα στον πελάτη και τις ανάγκες του.

Αθηνά Κοντογιάννη-Δικηγόρος

Όσα αναφέρονται παραπάνω δεν αποτελούν νομικές συμβουλές και ουδεμία ευθύνη φέρεται για αυτές.Για περισσότερες πληροφορίες,επικοινωνήστε μαζί μας.