Η έφεση στα ελληνικά δικαστήρια:Πώς λειτουργεί πρακτικά σαν ένδικο μέσο;

Η έφεση στα ελληνικά δικαστήρια:Πώς λειτουργεί πρακτικά σαν ένδικο μέσο;

Είναι γνωστό ότι το νομικό σύστημα στην Ελλάδα αλλάζει συχνά,κάτι το οποίο περιπλέκει τα πράγματα για τους νομικούς αλλά και για την καθημερινότητα.Ωστόσο κάποιοι θεσμοί παραμένουν διαχρονικά σταθεροί,όπως είναι τα ένδικα μέσα.Το πιο γνωστό ένδικο μέσο είναι η έφεση που υπάρχει σε κάθε είδους δίκη αδιάφορα από το αντικείμενο της.Σε αυτό το κείμενο θα δούμε τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του ένδικου μέσου,προκειμένου να μην δημιουργούνται αμφιβολίες και να προκαλούνται παρερμηνείες στην πράξη.

1.Τι σημαίνει καταρχάς ο όρος;

Με τον όρο ‘έφεση’ εννοούμε εκείνο το ένδικο μέσο με το οποίο ο διάδικος ζητεί από ανώτερο δικαστήριο να εξεταστεί η υπόθεση του από την αρχή με βάση ένα σφάλμα καταρχάς το οποίο, όπως ισχυρίζεται, παρουσιάζει η απόφαση που εκδόθηκε. Αυτό σημαίνει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση δικάζεται εκ νέου και ολοκληρωτικά. Αν η έφεση του διαδίκου γίνει δεκτή από το δικαστήριο, τότε το δικαστήριο ακυρώνει την απόφαση που εκδόθηκε προηγουμένως και θα εκδοθεί νέα δικαστική απόφαση.

Για να ασκήσει κάποιος διάδικος έφεση εναντίον μιας απόφασης, θα πρέπει να έχει το λεγόμενο ‘έννομο συμφέρον’, δηλαδή να υφίσταται ήττα/βλάβη από την δικαστική απόφαση=να απορρίφθηκε η αγωγή που είχε ασκήσει ο ίδιος ή να έγινε δεκτή η αγωγή που είχε ασκηθεί εναντίον του. Όπως προβλέπει ρητά ο νόμος, ακόμη κι αν ο διάδικος έχει νικήσει στην δίκη, δικαιούται να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης, εφόσον η τελευταία και πάλι τον βλάπτει.

Τέλος, είναι αναγκαίο να μπορεί να ασκηθεί έφεση κατά της συγκεκριμένης δικαστικής απόφασης. Κι αυτό γιατί ο νόμος σε μια κατηγορία αποφάσεων, απαγορεύει το δικαίωμα άσκησης έφεσης (για να εκκαθαρίζονται πιο γρήγορα υποθέσεις μικρότερης σημασίας). Τέτοιες απαγόρευση έφεσης υπάρχει στις αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων για τις οποίες έχουμε μιλήσει σε άλλο κείμενο καθώς και για τις αποφάσεις που εκδίδονται κατά την διαδικασία των μικροδιαφορών=όταν τα χρηματικά ποσά που ζητούνται με την αγωγή δεν ξεπερνούν το όριο των 5.000 ευρώ.

2.Ποια είναι η προθεσμία της έφεσης σήμερα;

Επειδή είναι σημαντικό ο διάδικος να γνωρίζει μέχρι πότε δικαιούται να ασκήσει κάποιο ένδικο μέσο, ο νόμος φροντίζει ώστε να είναι ξεκάθαρος σε αυτό το σημείο. Πιο συγκεκριμένα, προβλέπει ότι η προθεσμία της έφεσης είναι 30 ημερών από τότε που θα επιδοθεί η απόφαση στον διάδικο που επιθυμεί να ασκήσει έφεση. Η ημερομηνία της επίδοσης είναι βέβαιη, καθώς αυτή προκύπτει εύκολα από το αποδεικτικό επίδοσης που συνοδεύει την απόφαση και το οποίο έχει στην διάθεση του ο δικαστικός επιμελητής που ενεργεί την επίδοση.

Παράλληλα, υπάρχει και μια προθεσμία 2 ετών για να ασκηθεί έφεση κατά της πρωτοβάθμιας δικαστικής απόφασης, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η απόφαση δεν επιδόθηκε από κανέναν διάδικο (αλλιώς θα ισχύει η προθεσμία που αναφέραμε παραπάνω). Η συγκεκριμένη 2ετής προθεσμία ξεκινά από την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης, η οποία ημερομηνία προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της απόφασης.

Η προθεσμία της έφεσης αναστέλλεται υποχρεωτικά κατά το διάστημα 1-31 Αυγούστου (ισχύει μόνο για την προθεσμία των 30 ημερών της έφεσης), ενώ μπορεί να ανασταλεί και για λόγους ανωτέρας βίας, με αίτηση του διαδίκου που καταθέτει εκπρόθεσμα την έφεση. Στην αίτηση αυτή, ο διάδικος θα πρέπει να εξηγεί και να αποδεικνύει στο δικαστήριο τους λόγους για τους οποίους εμποδίστηκε αδικαιολόγητα από γεγονότα που δεν μπορούσε να είχε προβλέψει/αποφύγει, να καταθέσει εντός προθεσμίας το δικόγραφο της έφεσης.

3.Για ποιους λόγους μπορεί να ασκήσει κάποιος έφεση;

Αυτό που χαρακτηρίζει την έφεση ως ένδικο μέσο είναι το ότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους επιτρέπεται να ασκηθεί αυτή. Με άλλα λόγια, οποιοδήποτε νομικό/πραγματικό σφάλμα της απόφασης μπορεί να αποτελέσει λόγο έφεσης, ώστε ο διάδικος με αυτόν τον τρόπο να επιδιώξει την ακύρωση της (απόφασης) και την αναδίκαση της υπόθεσης στον 2ο βαθμό.

Μπορεί ακόμη να πρόκειται για σφάλμα ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρους του δικαστηρίου, και ο διάδικος να στηρίξει την έφεση του σε αυτόν τον λόγο. Είναι αναγκαίο όμως, ο λόγος που επικαλείται ο διάδικος με την έφεση του, να μπορεί να στηρίξει την ακύρωση της απόφασης=να προσδοκά κάποια ωφέλεια ο διάδικος μέσω αυτού του λόγου έφεσης που προβάλλει εναντίον της πρωτοβάθμιας απόφασης.

Για παράδειγμα, λόγοι έφεσης που δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί είναι εκείνοι που αφορούν τα δικαστικά έξοδα τα οποία επωμίστηκε ο διάδικος, χωρίς όμως να γίνεται κάποια αναφορά στην ουσία της υπόθεσης με την έφεση που ασκείται. Αντίστοιχα, όταν το δικαστήριο έχει αναφέρει στην απόφαση του επιπλέον στοιχεία, τα οποία όμως δεν αφορούν την ουσία της υπόθεσης αλλά είναι μόνο πλεονασμοί=ο διάδικος δεν μπορεί να στηρίξει την έφεση του αποκλειστικά και μόνο στο ότι το δικαστήριο έχει αναφέρει στοιχεία στην υπόθεση, τα οποία δεν επηρεάζουν την κρίση του τελικά.

4.Τι μπορεί να κρίνει το ανώτερο δικαστήριο;

Όπως αναφέραμε και στην αρχή του κειμένου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει ορισμένες εκ του νόμου δυνατότητες όταν ασχολείται με την έφεση του διαδίκου. Μπορεί καταρχάς, να απορρίψει την έφεση του διαδίκου ως αβάσιμη, αν οι λόγοι της έφεσης δεν αποδεικνύονται/δεν κρίνονται ικανοί ώστε να στηρίξουν την ακύρωση της απόφασης. Το ίδιο μπορεί να γίνει κι αν η έφεση έχει ασκηθεί εκπρόθεσμα, ή χωρίς να τηρείται κάποια από τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος.

Παράλληλα, μπορεί να δεχθεί ως βάσιμη την έφεση του διαδίκου και να προχωρήσει στην ακύρωση της απόφασης που εκδόθηκε στον 1ο βαθμό. Σε αυτήν την περίπτωση, το δικαστήριο θα κρατήσει την υπόθεση του διαδίκου και θα την δικάσει το ίδιο=δεν επιστρέφει η υπόθεση σε άλλο δικαστήριο, αλλά δικάζεται εκ νέου από το Εφετείο. Εν προκειμένω, το Εφετείο έχει όλες τις εξουσίες που ο νόμος δίνει σε ένα δικαστήριο, όσον αφορά την κρίση του σχετικά με την υπόθεση.

Αν το Εφετείο κρατήσει την υπόθεση του διαδίκου προκειμένου να την δικάσει, τότε έχει το δικαίωμα να χειροτερεύσει την θέση του διαδίκου που άσκησε έφεση. Επειδή, δηλαδή, η υπόθεση δικάζεται από την αρχή, δεν αποκλείεται το δικαστήριο να μειώσει το ποσό που επιδικάστηκε από το δικαστήριο στον διάδικο στον 1ο βαθμό/να δεχθεί κάποια ένσταση που είχε προβάλλει ο αντίδικος του/να απορρίψει εξ ολοκλήρου την αγωγή που είχε ασκήσει ο διάδικος εξαρχής.

5.Πότε αναστέλλεται η ισχύς της απόφασης;

Σχετικά με την αναστολή της ισχύος της απόφασης, πρέπει να διευκρινίσουμε ορισμένα στοιχεία, προκειμένου να μην γίνονται παρανοήσεις από αυτά που ακούγονται στην καθημερινότητα. Η ισχύς της απόφασης αναστέλλεται από τον νόμο, μόνο κατά την διάρκεια της προθεσμίας άσκησης της έφεσης=για 30 ημέρες αν έχει επιδοθεί η απόφαση και για 2 έτη αν η απόφαση δεν έχει επιδοθεί από κανέναν διάδικο στον άλλον, όπως είπαμε και παραπάνω σχετικά με τις προθεσμίες της έφεσης.

Αυτό σημαίνει ότι κατά την διάρκεια εκδίκασης της έφεσης, η απόφαση δεν αναστέλλεται και μπορεί να εκτελεστεί κανονικά αν ο διάδικος τηρήσει τις προϋποθέσεις του νόμου. Σε περίπτωση που η απόφαση εκτελεστεί και αργότερα ο γίνει δεκτή η έφεση του διαδίκου (και επομένως η απόφαση ακυρωθεί αναδρομικά), τότε ο διάδικος εκείνος μπορεί να στραφεί με αγωγή αποζημίωσης εναντίον του αντιδίκου και να ζητήσει τα όσα έδωσε λόγω της εκτέλεσης της απόφασης.

Εκτός αυτού, ακόμη κι αν η απόφαση έχει κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή=μπορεί να γίνει εκτέλεση της απόφασης χωρίς να έχει ασκηθεί ακόμη έφεση, ο νόμος προστατεύει τους 3ους που δεν συμμετέχουν στην δίκη. Ορίζει, δηλαδή, ότι η απόφαση παρόλο που είναι προσωρινά εκτελεστή, δεν μπορεί κατ’ εξαίρεση να εκτελεστεί κατά του 3ου προσώπου. Κλασσικό παράδειγμα, αποτελεί η απόφαση που εκδίδει δανειστής κατά της ομόρρυθμης εταιρίας και δεν μπορεί να την εκτελέσει κατά του ομόρρυθμου εταίρου μέχρι η απόφαση να γίνει τελεσίδικη.

6.Ποια αιτήματα μπορώ να προβάλλω στο Εφετείο;

Έχοντας ως στόχο να μην προβάλλονται στο δικαστήριο αιτήματα άσχετα με την ουσία της υπόθεσης, ο νόμος αναφέρει ορισμένους περιορισμούς σχετικά με τους ισχυρισμούς που μπορεί να προβάλλει ο διάδικος στο Εφετείο:

  • Αν αμύνεται κατά της έφεσης που άσκησε ο αντίδικος του, μπορεί να προβάλλει όσους ισχυρισμούς βοηθούν στην διατήρηση της πρωτοβάθμιας απόφασης.
  • Ο διάδικος δεν μπορεί να προβάλλει για 1η φορά στο Εφετείο έναν ισχυρισμό που δεν είχε προβάλλει στον πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
  • Το ίδιο ισχύει και για την ανταγωγή=δεν μπορεί να ασκήσει ανταγωγή εναντίον του αντιδίκου του για 1η φορά στο Εφετείο.
  • Έχει όμως το δικαίωμα να προβάλλει παρεπόμενες αιτήσεις για το κύριο αίτημα που είχε ζητήσει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
  • Για παράδειγμα, αν ο διάδικος είχε ζητήσει την απόδοση ενός ΙΧ αυτοκινήτου από τον αντίδικο του και στο μεταξύ το αυτοκίνητο καταστράφηκε, μπορεί να ζητήσει στο Εφετείο αποζημίωση για την καταστροφή του αυτοκινήτου.
  • Ο διάδικος μπορεί επίσης να προτείνει στο Εφετείο ισχυρισμούς, τους οποίους από δικαιολογημένη αιτία δεν είχε προβάλλει στον 1ο βαθμό (πχ επειδή είχε περάσει η προθεσμία κατάθεσης προτάσεων).
  • Το ίδιο ισχύει και για ισχυρισμούς οι οποίοι αποδεικνύονται με έγγραφα ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου του.

7.Μπορώ να φέρω νέα αποδεικτικά μέσα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο;

Σε αυτό το σημείο, ο νόμος δείχνει επιείκεια προς τους διαδίκους οι οποίοι ενδέχεται να μην είχαν προσκομίσει όλα τα αποδεικτικά μέσα που τους ήταν αναγκαία στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Για αυτό και επιτρέπει στους διαδίκους να φέρουν και νέα αποδεικτικά μέσα στο Εφετείο, χωρίς κανένα περιορισμό. Προφανώς, οι διάδικοι μπορούν να προσκομίσουν στο Εφετείο και όσα αποδεικτικά μέσα είχα προσκομίσει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ακόμη κι αν αυτά είχαν ήδη εξεταστεί.

Από την άλλη πλευρά, το Εφετείο έχει την δυνατότητα να απορρίψει τα νέα αποδεικτικά μέσα που φέρνουν οι διάδικοι σε αυτό, αν οι τελευταίοι (οι διάδικοι) είχαν την δυνατότητα αντικειμενικά να προσκομίσουν τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα ήδη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και παρόλα αυτά δεν το έπραξαν. Ο νόμος, όμως, απαιτεί να μην προσκόμισαν τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα με σκοπό να καθυστερήσουν την δική ή λόγω βαρείας αμέλειας, κάτι που δύσκολα αποδεικνύεται πρακτικά, για αυτό και η συγκεκριμένη διάταξη δεν χρησιμοποιείται συχνά στην πράξη.

Είναι αυτονόητο ότι τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζουν οι διάδικοι στο Εφετείο, θα πρέπει να έχουν ληφθεί με νόμιμο τρόπο=να μην έχουν παραβιαστεί τα προσωπικά δεδομένα άλλων προσώπων, να μην είναι προϊόν απάτης/απειλής εναντίον του αντιδίκου. Κι αυτό γιατί, σε τέτοια περίπτωση, το δικαστήριο υποχρεούται να τα απορρίψει και να μην τα εξετάσει καθόλου (ενώ δεν αποκλείεται να υπάρχουν και ποινικές συνέπειες για τους διάδικους που απέκτησαν τα αποδεικτικά μέσα με παράνομο τρόπο).

8.Κι αν απουσίαζα από το δικαστήριο στον 1ο βαθμό;

Δεν αποκλείεται ο διάδικος να είχε απουσιάσει κατά την συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο: είτε επειδή δεν είχε καταθέσει προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος/είτε επειδή ο διάδικος δεν είχε εκπροσωπηθεί καν από δικηγόρο/είτε επειδή ο δικηγόρος δεν είχε καταθέσει δικαστικό ένσημο για την συζήτηση της αγωγής κλπ. Σε αυτήν την περίπτωση, τίθεται το ζήτημα για το τι πρέπει να πράξει ο διάδικος που ερημοδικάστηκε στον 1ο βαθμό δικαιοδοσίας.

Ο νόμος, σε αυτό το σημείο, του δίνει την δυνατότητα να ασκήσει έφεση κατά της πρωτοβάθμιας δικαστικής απόφασης που τον οδήγησε στην ήττα του. Η θέση του διαδίκου εδώ είναι αρκετά πλεονεκτική, δεδομένου ότι δικαιούται να προβάλλει στο Εφετείο οποιονδήποτε ισχυρισμό επιθυμεί, χωρίς δηλαδή να υπάρχει κάποιος περιορισμός. Κι αυτό γιατί, ο εν λόγω διάδικος δεν είχε την ευκαιρία να «ακουστεί» στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, λόγω της ερημοδικίας του.

Αν η έφεση του διαδίκου γίνει δεκτή, το δικαστήριο θα ακυρώσει την πρωτοβάθμια απόφαση και θα δικάσει τελεσίδικα την υπόθεση του διαδίκου. Όμως, σε αυτήν την περίπτωση, ο τελευταίος θα έχει «χάσει» έναν βαθμό δικαιοδοσίας. Για αυτό, και ο νόμος του παρέχει μια επιπλέον δυνατότητα: να ασκήσει παράλληλα το ένδικο μέσο της ανακοπής ερημοδικίας, η οποία αν γίνει δεκτή από το δικαστήριο, θα οδηγήσει την υπόθεση ξανά πίσω στον 1ο βαθμό δικαιοδοσίας, ώστε ο διάδικος να προβάλλει τους ισχυρισμούς του σε 2 βαθμούς δικαιοδοσίας.

9.Τι συμβαίνει αν υπήρξαν περισσότεροι διάδικοι στη πρωτοβάθμια δίκη;

Ειδικά σε δίκες όπου παρεμβάλλονται κληρονομίες, συμβαίνει αρκετά συχνά να υπάρχουν περισσότεροι διάδικοι είτε από την πλευρά των εναγόντων είτε από την πλευρά των εναγόμενων. Οι εν λόγω διάδικοι δεν έχουν πάντοτε κοινά συμφέροντα μεταξύ τους, ως εκ τούτου ο νόμος πρέπει να βρει μια ισορροπία ανάμεσα σε αυτά τα 2 σημεία. Διότι, πολύ συχνά, δεν επιθυμούν όλοι οι διάδικοι να ασκήσουν έφεση κατά της απόφασης παρά προτιμούν να αποδεχτούν την απόφαση (και την ήττα τους ενδεχομένως) ήδη από τον 1ο βαθμό δικαιοδοσίας.

Έτσι, ορίζεται ότι αν περισσότεροι διάδικοι ηττήθηκαν με την ίδια δικαστική απόφαση, ακόμη κι αν ο ένας από αυτούς ασκήσει έφεση κατά της απόφασης, τότε τα (θετικά) αποτελέσματα από την άσκηση της έφεσης θα επηρεάσουν και τους υπόλοιπους. Δηλαδή, και οι υπόλοιποι διάδικοι μπορούν να προβάλλουν τους ισχυρισμούς τους στο Εφετείο, ώστε να μην λάβουν μια τελεσίδικη απόφαση έχοντας χάσει πρακτικά έναν ολόκληρο βαθμό δικαιοδοσίας.

Για να συμβεί όμως το παραπάνω, είναι αναγκαίο οι υπόλοιποι διάδικοι να μην έχουν αποδεχτεί την απόφαση/να μην έχουν παραιτηθεί ρητά από την άσκηση της έφεσης ως ένδικο μέσο. Αποδοχή της απόφασης σαν νομική ορολογία, σημαίνει απλά να μην έχουν συμμορφωθεί οι ηττημένοι διάδικοι με το περιεχόμενο της δικαστική απόφασης εφόσον έγινε αναγκαστική εκτέλεση/να έχουν επιφυλαχθεί ρητά για τα δικαιώματα τους σε περίπτωση που συμμορφώθηκαν με την απόφαση.

10.Τι ισχύει για τους μάρτυρες στο Εφετείο;

Όπως είπαμε και προηγουμένως, το Εφετείο μπορεί κατ’ εξαίρεση να εξετάσει τους μάρτυρες που ζητούν οι διάδικοι, ακόμη και ζητήματα για τα οποία είχαν εξεταστεί στον 1ο βαθμό δικαιοδοσίας. Ωστόσο, η απόδειξη με μάρτυρες γνωρίζει περιορισμούς σαν τρόπος απόδειξης. Πιο συγκεκριμένα, ο νόμος απαγορεύει την απόδειξη με μάρτυρες όταν πρόκειται για ιδιωτικά/συμβολαιογραφικά έγγραφα ή διάφορες έγγραφες συμφωνίες/συμβάσεις υπό την προϋπόθεση ότι το αντικείμενο της διαφοράς υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ.

Ακόμη, απαγορεύεται να γίνεται απόδειξη με μάρτυρες όταν (η απόδειξη) γίνεται κατά του περιεχομένου εγγράφου. Κι αυτό, γιατί τα φαινόμενα ψευδομαρτυρίας στα ελληνικά δικαστήρια οδήγησαν τον Έλληνα νομοθέτη να αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη καχυποψία τους μάρτυρες σαν μέσο απόδειξης. Αυτός είναι και ο λόγος που όσοι έχουν καταδικαστεί για ψευδομαρτυρία σήμερα, εξετάζονται χωρίς όρκο από το δικαστήριο, σε περίπτωση που τους ζητηθεί κάτι τέτοιο.

Κατ’ εξαίρεση, η απόδειξη με μάρτυρες επιτρέπεται από το δικαστήριο αν το έγγραφο του οποίου ζητείται η απόδειξη, χάθηκε τυχαία (και εφόσον αυτό αποδεικνύεται), αν η εμμάρτυρη απόδειξη συνηθίζεται στις συνθήκες της υπόθεσης (όπως συμβαίνει στις εμπορικές συναλλαγές πχ), αν το έγγραφο του οποίου ζητείται η απόδειξη δεν μπορεί να αποκτηθεί για λόγους νομικούς/ηθικούς (πχ μια άτυπη δωρεά μεταξύ συγγενών, οι οποίοι δεν συνέταξαν έγγραφο επειδή είχαν εμπιστοσύνη μεταξύ τους).

Δίπλα στον πελάτη και τις ανάγκες του.

Αθηνά Κοντογιάννη-Δικηγόρος

Όσα αναφέρονται παραπάνω δεν αποτελούν νομικές συμβουλές και ουδεμία ευθύνη φέρεται για αυτές.Για περισσότερες πληροφορίες,επικοινωνήστε μαζί μας.