Με το ασφαλιστικό σύστημα στην Ελλάδα να αλλάζει μορφή και τους περισσότερους φορείς να ενώνονται πλέον σε έναν,προέκυψαν ζητήματα στην πράξη που απασχολούσαν τους ασφαλισμένους.Κάποια οφείλονταν στις ασάφειες του νόμου και άλλα στην μεταβατική περίοδο κατά την οποία έπρεπε να λυθούν προβλήματα δεκαετιών σε λίγους μόλις μήνες.Σε αυτό το κείμενο θα δούμε κάποια βασικά θέματα που πρέπει να γνωρίζει ο κάθε ασφαλισμένος, προκειμένου να μην ‘εγκλωβίζεται’ νομικά σε καταστάσεις από τις οποίες θα χρειαστεί αρκετό χρόνο και χρήμα για να καταφερει να απεγκλωβιστεί.
1.Ποιοι ασφαλίζονται σήμερα στον ΕΦΚΑ;
Μετά τις ενοποιήσεις των διάφορων ασφαλιστικών φορέων και την ένταξη των περισσότερων από αυτούς στον ΕΦΚΑ (Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης, και ήδη e-ΕΦΚΑ) προέκυψε το ζήτημα για τον φορέα στον οποίο υπάγονται οι διάφοροι ασφαλισμένοι. Έτσι λοιπόν, ο νόμος ορίζει ότι στον ΕΦΚΑ ασφαλίζονται καταρχήν οι μισθωτοί, δηλαδή αυτοί που παρέχουν κατά τεκμήριο εξαρτημένη εργασία σε κάποιον εργοδότη. Μάλιστα, δεν χρειάζεται καν να υπάρχει έγκυρη σύμβαση εργασίας μεταξύ εργοδότη-εργαζομένου, αλλά αρκεί να παρέχεται η εργασία στην πράξη από τον 2ο στον 1ο.
Για να διευκολύνει τον μισθωτό εργαζόμενο που επιθυμεί να ενταχθεί ως ασφαλισμένος στον ΕΦΚΑ, ο νόμος θεσπίζει ένα τεκμήριο υπέρ αυτού. Ορίζει δηλαδή, ότι, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι δύσκολο να εξακριβωθεί αν ο εργαζόμενος είναι μισθωτός ή αυτοαπασχολούμενος/ανεξάρτητος επαγγελματίας, ο τελευταίος θα θεωρηθεί ως μισθωτός εφόσον πράγματι παρέχει εξαρτημένη εργασία σε κάποιον εργοδότη έναντι αμοιβής, δηλαδή μισθού που καταβάλλεται σε κάποια ορισμένα χρονικά διαστήματα.
Φυσικά, ο εργοδότης μπορεί να ανταποδείξει ότι ο εργαζόμενος δεν είναι μισθωτός στην επιχείρηση του, αλλά ότι αντίθετα πρόκειται για αυτοαπασχολούμενο κλπ. προκειμένου να μην βαρύνεται με την καταβολή της ασφαλιστικής εισφοράς του. Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι για να ισχύσει το τεκμήριο του νόμου και ο εργαζόμενος να θεωρηθεί ως μισθωτός, θα πρέπει ο τελευταίος να παρέχει την εργασία του στον εργοδότη κατά κύριο επάγγελμα=να μην έχει παράλληλη απασχόληση και απλώς μια από αυτές να τυχαίνει να είναι στον εκάστοτε εργοδότη.
2.Ισχύουν τα ίδια στην μερική απασχόληση;
Για τον συγκεκριμένο τρόπο παροχής εργασίας, δηλαδή την συμφωνία ότι ο εργαζόμενος θα εργάζεται με μειωμένο ωράριο σε σχέση με αυτό που καθιερώνει ο νόμος σήμερα,ισχύουν καταρχήν τα ίδια που αναφέραμε παραπάνω σχετικά με την ασφαλιστική κάλυψη του εργαζομένου. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει ο εργοδότης και ο εργαζόμενος να έχουν συμφωνήσει εγγράφως ότι ο τελευταίος θα απασχολείται σε καθεστώς μερικούς απασχόλησης, και αυτή η συμφωνία να έχει κοινοποιηθεί στην Επιθεώρηση Εργασίας μέσα σε 8 ημέρες από τότε που θα συνταχθεί το έγγραφο. Αλλιώς, τα αρμόδια όργανα του ΕΦΚΑ μπορούν να θεωρήσουν ότι ο μισθωτός απασχολείται σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης=θα υπάρχουν διαφορές στον τρόπο που ασφαλίζεται.
Εκείνος που εργάζεται με μερική απασχόληση, καταρχάς, ασφαλίζεται αυτοτελώς για κάθε (πλήρη) ημέρα εργασίας, χωρίς να ενδιαφέρει το ότι απασχολείται καθημερινά λιγότερες ώρες από έναν εργαζόμενο σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Εφόσον μάλιστα εργάζεται σε καθημερινή βάση (δηλαδή 5 ημέρες ανά εβδομάδα), τότε θα λαμβάνει ασφαλιστικές παροχές για εργασία 25 ημερών ανά μήνα=όπως ακριβώς γίνεται και στους εργαζομένους πλήρους απασχόλησης. Έχει σημασία να γνωρίζουμε ότι οι ασφαλιστικές παροχές των εργαζομένων εδώ υπολογίζονται επί των αποδοχών που πράγματι λαμβάνουν οι τελευταίοι.
Όπως καταλαβαίνουμε από τα παραπάνω, η ασφάλιση ενός μερικώς απασχολούμενου είναι αρκετά δύσκολη στην πράξη, λόγω του ότι αυτός ‘αργεί’ να ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις του νόμου για λήψη σύνταξης γήρατος ή εφόσον καταφέρει να το κάνει, λαμβάνει μειωμένη σύνταξη λόγω των μικρότερων αποδοχών του. Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί και η πρακτική αρκετών επιχειρήσεων να μην ασφαλίζουν το προσωπικό τους υπό μερική απασχόληση για 25 ημέρες τον μήνα, αλλά για 20 ή 21 ημέρες, παρόλο που οι εργαζόμενοι ενδέχεται πράγματι να εργάστηκαν τις ίδιες ημέρες με εκείνους σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης, γεγονός που στερεί από τους 1ους αρκετές ασφαλιστικές παροχές.
3.Μπορώ να εξαγοράσω πλασματικά χρόνους ασφάλισης;
Για να καλύψει ορισμένα κενά που δημιουργήθηκαν από την εφαρμογή της ασφαλιστικής νομοθεσίας, αλλά και προκειμένου οι ασφαλισμένοι να μην έχουν ‘κενά’ διαστήματα και έτσι να εμποδίζονται από την θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης στο μέλλον,ο νόμος έδωσε στους τελευταίους μια σημαντική διευκόλυνση, την οποία δεν γνωρίζουν πολλοί.Έτσι, οι ασφαλισμένοι έχουν την δυνατότητα, αν το επιθυμούν, να εξαγοράσουν πλασματικούς χρόνους ασφάλισης, προκειμένου να έχουν έναν διαρκή ασφαλιστικό βίο, που θα τους οδηγήσει σε υψηλότερες συντάξεις. Προφανώς, δεν μπορούν να εξαγοράσουν πλασματικούς χρόνους όσοι έχουν ήδη θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης ήδη πριν την εφαρμογή του νόμου.
Για να εξαγοράσει τους πλασματικούς χρόνος ασφάλισης, ο ασφαλισμένος θα πρέπει να υποβάλλει την σχετική αίτηση και να επιλέξει μια από τις σχετικές κατηγορίες που θα αναφέρουμε παρακάτω. Στην συνέχεια, εφόσον η αίτηση του γίνει δεκτή, οφείλει να καταβάλει κάθε μήνα την αντίστοιχη εισφορά που οφείλουν οι εργαζόμενοι του σχετικού κλάδου υπέρ του ΕΦΚΑ. Εννοείται ότι, αν ο ασφαλισμένος επιθυμεί να ασφαλιστεί για 2 κατηγορίες επαγγελμάτων, δηλαδή ως μισθωτός και παράλληλα ως ελεύθερος επαγγελματίας, θα πρέπει να καταβάλλει 2 εισφορές, μια για κάθε επάγγελμα, οι οποίες υπολογίζονται επί των αποδοχών που έχουν ορισθεί από τον νόμο για τα συγκεκριμένα επαγγέλματα.
Παραδείγματα εξαγοράς πλασματικών χρόνων ασφάλισης αποτελούν ο χρόνος απουσίας από την εργασία λόγω κύησης, ο χρόνος υπηρέτησης της στρατιωτικής θητείας, ο χρόνος φοίτησης λόγω σπουδών, ο χρόνος εκπαιδευτικής άδειας που λαμβάνουν οι καθηγητές κλπ., ακόμη και ο χρόνος κατά τον οποίο η επιχείρηση είναι κλειστή λόγω απεργίας που συμβαίνει σε αυτήν. Ο ασφαλισμένος φυσικά έχει την δυνατότητα εξοφλήσει το ποσό της πλασματικής ασφάλισης εφάπαξ, προκειμένου να αποφύγει την καταβολή δόσεων για κάθε μήνα ασφάλισης. Σε αυτήν την περίπτωση, θα έχει και ένα καλύτερο ποσό εξαγοράς, μειωμένο δηλαδή σε σχέση με εκείνο το οποίο θα όφειλε να καταβάλει αν επέλεγε την καταβολή μέσω δόσεων.
4.Ποιες είναι οι προϋποθέσεις σήμερα για να δικαιούμαι σύνταξη αναπηρίας;
Προκειμένου να λάβει κάποιος ασφαλισμένος σήμερα σύνταξη αναπηρίας, ο νόμος απαιτεί να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις σωρευτικά=όλες μαζί. Προφανώς, έχει σημασία και το είδος της αναπηρίας του ασφαλισμένου, για να διαμορφωθεί αντίστοιχα και το ποσό της σύνταξης. Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει:
- Ο ασφαλισμένος να πάσχει από βλάβη/πάθηση στην υγεία του, η οποία να μην του επιτρέπει να ασκεί το επάγγελμα που ασκούσε μέχρι την χειροτέρευση της υγείας του.
- Ο ασφαλισμένος να μην προκάλεσε με δόλο την βλάβη στην υγεία του, προκειμένου να αποκτήσει την σύνταξη αναπηρίας. Βέβαια, το παραπάνω γεγονός πρέπει να αποδειχτεί με σχετική δικαστική απόφαση που εκδίδεται.
- Η αναπηρία του ασφαλισμένου (διακρίνεται σε μερική/συνήθη/βαρεία) θα πρέπει να πιστοποιηθεί από την αρμόδια επιτροπή ΚΕΠΑ, η οποία τεκμηριώνει και το αν η αναπηρία (δεν) επιτρέπει στον ασφαλισμένο να εργαστεί πλέον.
- Αν ο ασφαλισμένος διαφωνεί με το πόρισμα της επιτροπής για την αναπηρία του και το ποσοστό της, μπορεί να προσφύγει σε μια δευτεροβάθμια επιτροπή, προκειμένου να αμφισβητήσει την αρχική απόφαση και να διεκδικήσει αναπηρική σύνταξη με καλύτερους όρους.
- Η αναπηρία επίσης, θα πρέπει να έχει διαρκέσει για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα=για βαρεία αναπηρία, η ελάχιστη διάρκεια είναι 1 έτος, ενώ για την μερική αναπηρία η διάρκεια ορίζεται σε 6 μήνες.
- Ο ασφαλισμένος απαιτείται να μην μπορεί να εργαστεί σε επάγγελμα, το οποίο ανταποκρίνεται στις δικές του ικανότητες/δεξιότητες και όχι γενικά σε οποιοδήποτε επάγγελμα. Επομένως, θα πρέπει να ερευνάται και ο επαγγελματικός του βίος μέχρι την αναπηρία του.
- Ο ασφαλισμένος επίσης απαιτείται να έχει συμπληρώσει ένα ελάχιστο χρονικό όριο ασφάλισης=να έχει συμπληρώσει 1.500 ημέρες ασφάλισης, από τις οποίες οι τελευταίες 600 ημέρες τουλάχιστον να πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία 5 έτη πριν την αναπηρία του.
- Εναλλακτικά, μπορεί να έχει συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για να λάβει σύνταξη λόγω γήρατος, όπως θα δούμε και παρακάτω, είτε να έχει συμπληρώσει 300 ημέρες ασφάλισης τουλάχιστον και να μην έχει υπερβεί το 21ο έτος της ηλικίας του.
5.Μπορώ να λάβω προσωρινή σύνταξη;Τι ποσό θα έχει αυτή;
Για όσους ενδιαφέρονται για την καταβολή προσωρινής σύνταξης=ενός ποσού της σύνταξης μηνιαίως προτού γίνει δεκτή η αίτηση συνταξιοδότησης και οριστικοποιηθεί το ποσό, ο νόμος έχει προβλέψει ότι ο ασφαλισμένος μπορεί να λαμβάνει κάθε μήνα το 80% της σύνταξης που θα λαμβάνει μηνιαίως μόλις γίνει δεκτή η αίτηση του. Προφανώς, αν ο ασφαλισμένος πρόκειται να λάβει μειωμένη σύνταξη, θα υπολογιστεί αντίστοιχα και το ποσό της προσωρινής σύνταξης που θα λάβει (80% επί του ποσού της μειωμένης σύνταξης).
Η προσωρινή σύνταξη ξεκινά να καταβάλλεται στον ασφαλισμένο από την 1η ημέρα του μήνα που ακολουθεί αμέσως μετά την υποβολή της αίτησης για λήψη σύνταξης και σταματά να καταβάλλεται την τελευταία ημέρα του μήνα πριν την έκδοση απόφαση σχετικά με την λήψη σύνταξης εκ μέρους του ασφαλισμένου. Τα ποσά που θα λαμβάνει ο ασφαλισμένος ως προσωρινή σύνταξη συμψηφίζονται με εκείνα που θα λαμβάνει αργότερα λόγω της σύνταξης που θα του καταβάλλεται από τον ΕΦΚΑ. Αν η αίτηση του ασφαλισμένου για λήψη σύνταξης τελικά απορριφθεί ενώ ο ίδιος λάμβανε για μήνες τα ποσά λόγω της προσωρινής σύνταξης που του είχε χορηγηθεί, ο ΕΦΚΑ έχει την δυνατότητα να ζητήσει ακόμη και δικαστικά την επιστροφή των ποσών που είχε λάβει ο ασφαλισμένος όλον αυτόν τον καιρό.
Τα παραπάνω ισχύουν και όταν πρόκειται για σύνταξη χηρείας, η οποία μεταβιβάζεται στον επιζώντα σύζυγο και στα τέκνα τους=και αυτοί θα λάβουν το 80% της σύνταξης ως ποσό της προσωρινής σύνταξης και αυτό το ποσό θα μοιραστεί μεταξύ τους όπως ορίζει ο ΕΦΚΑ στις αποφάσεις του. Πρέπει να έχουμε υπόψη, ότι τα ποσά των συντάξεων που πλέον καταβάλλονται στους τραπεζικούς λογαριασμούς των ασφαλισμένων είναι ακατάσχετα αλλά μόνο μέχρι το ποσό των 1.250 ευρώ μηνιαίως. Για να ισχύει όμως το ακατάσχετο για τα συγκεκριμένα ποσά και να προστατευθεί ο ασφαλισμένος από δέσμευση και εν τέλει απώλεια του ποσού, θα πρέπει να υποβάλλει δήλωση στην τράπεζα του ότι το ποσό περιέχει συνταξιοδοτική παροχή για τον ίδιο/την οικογένεια του και άρα θεωρείται ακατάσχετο.
6.Πώς μπορώ να αποκτήσω την σύνταξη χηρείας του/της συζύγου μου;
Με στόχο να επιλύσει ένα κρίσιμο θέμα που απασχολεί αρκετές οικογένειες σήμερα στην Ελλάδα, ο νομοθέτης άλλαξε τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την μεταβίβαση σύνταξης χηρείας στον/στην σύζυγο του θανόντος, ο οποίος είχε ήδη θεμελιώσει δικαίωμα σε σύνταξη κατά τον χρόνο θανάτου του. Ειδικότερα, για να μεταβιβαστεί η σύνταξη, ο νόμος απαιτεί:
- Να υπήρχε νόμιμος γάμος μεταξύ των 2 συζύγων=ο γάμος να μην είχε λυθεί με διαζύγιο όσο ζούσαν και οι 2 σύζυγοι. Στην έννοια του γάμου, ο νόμος εννοεί και το σύμφωνο συμβίωσης, ενώ είναι αδιάφορο αν ο γάμος ήταν θρησκευτικός/πολιτικός.
- Να έχει διαρκέσει ο γάμος τουλάχιστον 3 έτη, και άρα ο θάνατος του/της συζύγου να έγινε μετά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
- Ο ασφαλισμένος που πέθανε θα πρέπει να έχει συγκεντρώσει τις προϋποθέσεις για να λάβει σύνταξη γήρατος=να έχει ασφαλιστεί τουλάχιστον για 4.500 ημέρες εργασίας.
- Εναλλακτικά, μπορεί να έχει ασφαλιστεί για τουλάχιστον 1.500 ημέρες εργασίας, από τις οποίες οι 300 ημέρες πραγματοποιήθηκαν μέσα στα τελευταία 5 έτη πριν τον θάνατο του.
- Η σύνταξη που θα λάβει ο/η σύζυγος δεν μπορεί να είναι κατώτερη από την εθνική σύνταξη, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί σήμερα στα 384 ευρώ.
- Για να λάβουν τα τέκνα του θανόντος μέρος από την σύνταξη του, θα πρέπει αυτά να είναι άγαμα και να μην έχουν συμπληρώσει τα 24 έτη ηλικίας τους.
- Εναλλακτικά, εφόσον τα τέκνα του θανόντος είναι άγαμα και δεν μπορούν να εργαστούν λόγω αναπηρίας κλπ. μπορούν να λάβουν την σύνταξη του θανόντος, εφόσον όμως η αδυναμία τους να εργαστούν εκδηλώθηκε πριν συμπληρώσουν τα 24 έτη ηλικίας.
- Αν μετά από 3 έτη από τον θάνατο του/της συζύγου, ο επιζών σύζυγος εργάζεται ή λαμβάνει σύνταξη από άλλο ασφαλιστικό φορέα, τότε η σύνταξη χηρείας που του μεταβιβάστηκε περικόπτεται στο 50% του ποσού που είχε αρχικά οριστεί.
- Εκτός αυτού, αν ο επιζών σύζυγος τελέσει ξανά γάμο/σύμφωνο συμβίωσης, τότε σταματάει η καταβολή της σύνταξης χηρείας σε αυτόν, μόλις ο ΕΦΚΑ λάβει γνώση του γεγονότος.
7.Τι είναι η ασφαλιστική ενημερότητα;Γιατί έχει μεγάλη σημασία;
Με τον όρο ‘αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας’, εννοούμε το έγγραφο που βεβαιώνει ότι ο εργοδότης δεν οφείλει ασφαλιστικές εισφορές για τους εργαζόμενους που απασχολεί στην επιχείρηση του. Το ίδιο έγγραφο μπορεί να πιστοποιεί ότι ο εργοδότης οφείλει μεν ασφαλιστικές εισφορές στους εργαζόμενους του, αλλά τις έχει ρυθμίσει με καταβολή δόσεων. Στην 2η όμως περίπτωση, το αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας έχει ισχύ 2 μηνών, ενώ αν οι οφειλές έχουν καταβληθεί το αποδεικτικό έχει ισχύ 6 μηνών.
Το αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας είναι αρκετά κρίσιμο, καθώς απαιτείται για τις περισσότερες συναλλαγές που συναντά ο μέσος άνθρωπος σήμερα στην ζωή του. Ένα κλασσικό παράδειγμα είναι η μεταβίβαση ακινήτου όπου ο νόμος επιτρέπει την μεταβίβαση ακόμη κι αν υπάρχουν αρρύθμιστες οφειλές ασφαλιστικών εισφορών, αλλά ορίζει πως από το τίμημα της συναλλαγής θα παρακρατηθεί ένα μέρος προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από τον ΕΦΚΑ για την αποπληρωμή των οφειλόμενων εισφορών. Ακόμη, ασφαλιστική ενημερότητα απαιτείται και για μεταβίβαση ΙΧ αυτοκινήτου, καθώς και για τις συμμετοχές ιδιωτών εργολάβων σε διαγωνισμούς του Δημοσίου.
Για να λάβει ο ενδιαφερόμενος το αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας, θα πρέπει να έχει τακτοποιήσει τις ασφαλιστικές εισφορές του όχι μόνο προς τον ΕΦΚΑ, αλλά και προς άλλους ασφαλιστικούς οργανισμούς, όπως το ΕΤΕΑΕΠ που ήταν και παλαιότερα γνωστό. Παράλληλα, εφόσον πρόκειται για εργοδότη, ο τελευταίος οφείλει να έχει υποβάλλει και Αναλυτική Περιοδική Δήλωση για τον προηγούμενο μήνα λειτουργίας της επιχείρησης του=πρόκειται για ένα έγγραφο που απεικονίζει τις ώρες εργασίας/απασχόλησης των εργαζομένων του και τις ασφαλιστικές εισφορές που καταβλήθηκαν αναλυτικά για κάθε ημέρα απασχόλησης.
8.Συμμετέχω μαζί με άλλους σε εταιρία.Τι ισχύει για τις ασφαλιστικές εισφορές;
Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα εξαρτάται από τον τύπο της εταιρίας στην οποία συμμετέχουν οι εταίροι. Αν πρόκειται δηλαδή για προσωπική εταιρία (ομόρρυθμη/ετερόρρυθμη κλπ.), οι εταίροι (και) με την περιουσία τους για την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών, ακόμη κι αν αυτές οφείλονται από την εταιρία πχ στο προσωπικό και τους υπαλλήλους της. Ειδικά, εφόσον πρόκειται για ομόρρυθμους εταίρους, εκείνοι ευθύνονται απεριόριστα και εις ολόκληρον με την προσωπική τους περιουσία για οποιοδήποτε χρέος της εταιρίας, επομένως ο ΕΦΚΑ μπορεί να στραφεί και απευθείας εναντίον τους για τις οφειλόμενες εισφορές.
Αντίθετα, εφόσον η εταιρία είναι κεφαλαιουχική (πχ Ανώνυμη/ΙΚΕ/ΕΠΕ), οι εταίροι κατά κανόνα δεν έχουν ευθύνη για τα χρέη της εταιρίας, άρα ούτε και για την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών εκ μέρους αυτής. Δεν αποκλείεται όμως κάποιος εταίρος που διατηρεί μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρία να την χρησιμοποιεί καταχρηστικά προκειμένου να αποφύγει την ευθύνη για τα προσωπικά και μη χρέη του, επομένως και για να αποφύγει την καταβολή εισφορών. Σε αυτήν την περίπτωση, μπορεί να ευθύνεται και ο ίδιος με την προσωπική του περιουσία εφόσον αποδειχθεί ότι τα χρέη δημιουργήθηκαν από τον ίδιο και ότι η εταιρία χρησιμοποιείται απλώς ως κάλυμμα για την αποφυγή της ευθύνης λόγω μη πληρωμών.
Μεγάλη προσοχή χρειάζεται, όταν κάποιος εισέρχεται ως εταίρος σε ομόρρυθμη εταιρία. Κι αυτό γιατί, με βάση τον νόμο, θα ευθύνεται και για τα χρέη της εταιρίας που υπήρχαν πριν την είσοδο του σε αυτήν, επομένως και για τις ασφαλιστικές εισφορές που δεν είχαν καταβληθεί από την εταιρία. Πρέπει επίσης να τονίσουμε ότι σε περίπτωση θανάτου του εταίρου, στην θέση του έρχονται οι κληρονόμοι του, εφόσον φυσικά αποδεχτούν την κληρονομία του=οι ίδιοι οι κληρονόμοι θα ευθύνονται για την καταβολή των εισφορών τις οποίες όφειλε ο κληρονομούμενος ως ομόρρυθμος εταίρος. Επομένως, χρειάζεται αρκετή σκέψη σε τέτοιες περιπτώσεις όπου στις κληρονομίες εμπεριέχονται και ‘κρυφά χρέη’
9.Είμαι/Ήμουν ασφαλισμένος σε περισσότερους φορείς.Από ποιον φορέα θα λάβω σύνταξη;
Με το ασφαλιστικό σύστημα να εξελίσσεται στην Ελλάδα, αρκετοί ήταν αυτοί που ασφαλίζονταν για καιρό σε 2 ή περισσότερους φορείς και άρα έπρεπε να κριθεί η τύχη της ασφάλισης τους. Για τον λόγο αυτό, ο νόμος σήμερα προβλέπει τα εξής:
- Λόγω του ότι υπάρχει πλέον (κυρίως) ένας ασφαλιστικός φορέας, οι περισσότεροι ασφαλισμένοι ασφαλίζονται μόνο σε αυτόν, και αν ασκούν περισσότερες επαγγέλματα, καταβάλλουν ξεχωριστή εισφορά στον ΕΦΚΑ για το καθένα από αυτά.
- Αν είχαν καταβάλει εισφορές σε περισσότερα ταμεία, αυτές οι εισφορές δεν θεωρούνται χαμένες=θα συνυπολογιστούν για να λάβουν οι ασφαλισμένοι μεγαλύτερο ποσό σύνταξης λόγω καταβολής περισσότερων εισφορών από άλλους.
- Εφόσον οι ασφαλισμένοι κατέβαλαν εισφορές υπέρ 2 ασφαλιστικών φορέων μέχρι την εφαρμογή του νόμου για τον ΕΦΚΑ (δηλαδή μέχρι το 31/12/2016), τότε μπορούσαν να επιλέξουν να λαμβάνουν 2 ξεχωριστές συντάξεις, μια από το κάθε ταμείο στο οποίο ασφαλίζονταν.
- Μετά όμως από την εφαρμογή του νόμου για τον ΕΦΚΑ, όσοι ήταν παράλληλα ασφαλισμένοι σε περισσότερους φορείς, θεωρείται ότι είναι ασφαλισμένοι σε έναν φορέα, τον ΕΦΚΑ, και επομένως οι χρόνοι ασφάλισης τους δεν υπολογίζονται 2 φορές.
- Ο ασφαλισμένος όμως που υποβάλλει αίτηση για συνταξιοδότηση πρέπει να ενημερώνεται από τα αρμόδια όργανα του ΕΦΚΑ ότι έχει ασφαλιστεί σε 2 τουλάχιστον φορείς καθώς και ότι διατηρεί το δικαίωμα επιλογής του φορέα.
- Η παραπάνω ενημέρωση του ασφαλισμένου γίνεται ώστε ο τελευταίος είτε να επιλέξει να λάβει 2 αυτοτελείς συντάξεις όπως είπαμε, είτε να λάβει μια ενιαία σύνταξη προσαυξημένη όμως κατά τον χρόνο ασφάλισης που είχε διανύσει στον άλλο φορέα μέχρι την υπαγωγή του ασφαλισμένου στον ΕΦΚΑ.
10.Υποχρεούμαι να πληρώσω αναδρομικά ασφαλιστικές εισφορές τις οποίες δεν γνώριζα για αρκετό καιρό;
Σε ό,τι αφορά την πληρωμή τον εισφορών από τον ασφαλισμένο, ο νόμος έχει καθιερώσει έναν γενικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο, αν επιβλήθηκαν εισφορές μετά από αρκετό καιρό στον ασφαλισμένο, τις οποίες ο τελευταίος δικαιολογημένα δεν γνώριζε, τότε αυτός μπορεί να αποφύγει την πληρωμή τους. Θα πρέπει όμως να συνάγεται από γεγονότα ότι ο ασφαλισμένος πίστευε ότι δεν υποχρεούνταν να καταβάλει τις εισφορές στον ΕΦΚΑ (πχ λάμβανε για καιρό αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας, στον Ατομικό Λογαριασμό Ασφάλισης του δεν φαίνονταν να υπάρχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές κλπ).
Με άλλα λόγια, δεν αρκεί απλά το ότι τα αρμόδια όργανα του ΕΦΚΑ άργησαν χρονικά να επιδιώξουν την είσπραξη των εισφορών ή ακόμη και να τις καταλογίσουν στον ασφαλισμένο, αλλά απαιτείται ο τελευταίος να πίστευε για καιρό ότι δεν υπήρχαν οφειλές σε βάρος του. Κρίσιμο επίσης στοιχείο, είναι η οικονομική επιβάρυνση που θα έχει η αναδρομική επιβολή εισφορών στον ασφαλισμένο, ιδίως αν ο τελευταίος έχει την ιδιότητα του εργοδότη και διατηρεί επιχείρηση=αν η επιβολή των εισφορών θα μπορούσε να καταστρέψει οικονομικά την επιχείρηση, τότε αυτό αποτελεί έναν ακόμη λόγο για να απαλλαχθεί ο ασφαλισμένος από την πληρωμή των εισφορών.
Εννοείται ότι οι εργαζόμενοι δεν θα έχουν συνέπειες στην ασφάλιση τους λόγω της συμπεριφοράς του εργοδότη που δεν κατέβαλε για καιρό τις εισφορές του. Δηλαδή, σε αυτήν την περίπτωση, ο εργοδότης θα πρέπει να καταβάλλει κανονικά τις εισφορές των εργαζομένων του, αφού είναι πολύ πιθανό έως βέβαιο ότι γνώριζε την ύπαρξη τους. Από την άλλη πλευρά, αν οι εργαζόμενοι βρίσκονταν σε συμπαιγνία με τον εργοδότη ώστε ο τελευταίος να μην καταβάλλει εισφορές υπερ τους, με στόχο να αποφύγουν τις κρατήσεις στον μισθό τους, τότε οι τελευταίοι (οι εργαζόμενοι) στην καταγγελία τους προς τον ΕΦΚΑ, δεν μπορούν να ζητήσουν την καταβολή των εισφορών εκ μέρους του εργοδότη, εφόσον γνώριζαν την πραγματική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Δίπλα στον πελάτη και τις ανάγκες του.
Αθηνά Κοντογιάννη-Δικηγόρος
Όσα αναφέρονται παραπάνω δεν αποτελούν νομικές συμβουλές και ουδεμία ευθύνη φέρεται για αυτές.Για περισσότερες πληροφορίες,επικοινωνήστε μαζί μας.