Έχοντας ως δεδομένο ότι στις συναλλαγές τα πράγματα δεν κυλούν πάντοτε ομαλά,ο νόμος έχει προετοιμαστεί και για το ενδεχόμενο η μια πλευρά να εξαπατηθεί από την άλλη και έτσι να υποστεί περιουσιακή (και όχι μόνο) ζημιά.Για αυτόν τον λόγο έχει σημασία να γνωρίζει το θύμα της απάτης ποια είναι τα δικαιώματα του,πότε και με ποιους όρους μπορεί να τα ασκήσει.Έτσι θα μπορεί να αποφύγει και τον κίνδυνο να δεσμεύεται σε συμβάσεις/ρήτρες συμβάσεων οι οποίες περιορίζουν ή ακόμη και αποκλείουν τα δικαιώματα χωρίς να δικαιολογούνται απο τον νόμο.
1.Τι εννοούμε καταρχάς ως απάτη;
Ο νόμος προκειμένου να περιορίσει τις αμφισβητήσεις έχει δώσει έναν σαφή ορισμό για την έννοια της απάτης, οπότε κάθε σχετική πράξη που θεωρείται ως απάτη και άρα είναι παράνομη θα πρέπει να περιλαμβάνει τα παρακάτω στοιχεία. Πιο συγκεκριμένα, ως απάτη θεωρείται η πράξη/παράλειψη άλλου με την οποία προκαλείται πλάνη στο πρόσωπο εκείνου που συνάπτει σύμβαση, ώστε ο τελευταίος να μην έχει ξεκάθαρη και ορθή αντίληψη των πραγμάτων.
Στον συμβαλλόμενο δηλαδή παρουσιάζονται γεγονότα, τα οποία δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και τα οποία έχουν σκοπό να επηρεάσουν την βούληση του. Στην έννοια των γεγονότων περιλαμβάνονται υπαρκτές καταστάσεις, και όχι αξιολογικές κρίσεις τις οποίες θα μπορούσε να διατυπώσει ο καθένας (πχ ότι το Χ προϊόν είναι το καλύτερο που κυκλοφορεί στην αγορά). Αυτές οι καταστάσεις ή τα γεγονότα μπορούν να αναφέρονται στο παρελθόν/παρόν ακόμη και στο μέλλον.
Στην έννοια της απάτης εντάσσεται επίσης η απόκρυψη της πραγματικής κατάστασης καθώς και των γεγονότων, τα οποία θα βοηθούσαν τον συμβαλλόμενο να γνωρίζει την αλήθεια των πραγμάτων. Για παράδειγμα, εκείνος που αποκρύπτει ότι το πράγμα που πρόκειται να πουληθεί έχει κάποιο ελάττωμα, διαπράττει απάτη, εφόσον γνωρίζει το ελάττωμα (ή ακόμη και εφόσον θα μπορούσε να το γνωρίζει με βάση τα δεδομένα της περίπτωσης).
2.Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να θεωρηθεί σοβαρή μια απάτη από τον νόμο;
Για να αξιολογήσει μια απάτη σε βάρος κάποιου ως ‘σοβαρή’, ο νόμος απαιτεί να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Θα πρέπει δηλαδή εκείνος που εξαπάτησε τον συμβαλλόμενο να είχε πρόθεση να τον εξαπατήσει=να μην ήταν εντελώς αμελής και για αυτόν τον λόγο να μην παρουσίασε ως όφειλε όλες τις λεπτομέρειες της σύμβασης που θα υπογραφεί/όλες τις ιδιότητες του πράγματος που θα αγοραστεί.
Είναι αναγκαίο επίσης εκείνος που εξαπατήθηκε να είχε σημαντική πλάνη ανάμεσα σε εκείνα τα στοιχεία που του παρουσιάστηκαν και σε εκείνα που τελικά επέλεξε για να συνάψει την σύμβαση=αν πρόκειται για ασήμαντες λεπτομέρειες, μπορεί το δικαστήριο να θεωρήσει ότι δεν επρόκειτο για απάτη σε βάρος του θύματος. Θα πρέπει, επίσης, λόγω ακριβώς της απάτης ο συμβαλλόμενος να οδηγήθηκε στην σύναψη της σύμβασης/να αγόρασε το πράγμα, χωρίς να έχει μεσολαβήσει κάποια άλλη πράξη ή εσωτερική σκέψη του που επηρέασε περισσότερο την λήψη της απόφασης.
Τέλος, μεγάλη σημασία έχει η ικανότητα αντίληψης του θύματος της απάτης, δηλαδή το αν εκείνος μπορούσε να καταλάβει ότι το πράγμα δεν έχει τις ιδιότητες που του παρουσίασαν/ότι η σύμβαση θα ισχύει με εντελώς διαφορετικούς όρους από αυτούς που υπέγραψε ή νόμιζε. Για το θέμα αυτό, λαμβάνει υπόψη η ηλικία του θύματος/το μορφωτικό του επίπεδο/οι κοινωνικές του παραστάσεις/η οικειότητα του με τον δράστη της απάτης (το αν γνώριζε δηλαδή τον δράστη ή είχε με αυτόν οικειότητα και άρα εμπιστοσύνη εφόσον πρόκειται για συγγενικό/φιλικό πρόσωπο).
3.Έχει σημασία η πλάνη που είχα όταν με εξαπάτησαν;
Η πλάνη, την οποία είναι αναγκαίο να έχει το θύμα της απάτης για να θεωρείται νομικά ότι εξαπατήθηκε, μπορεί να πάρει πολλές μορφές, λόγω και της πολυπλοκότητας των συναλλαγών. Καταρχάς ο νόμος ορίζει ότι εφόσον και τα 2 μέρη είχαν πλάνη όταν κατάρτιζαν την σύμβαση, τότε η σύμβαση μπορεί να ακυρωθεί, λόγω του ότι άλλο ήθελαν να δηλώσουν τα μέρη και άλλο τελικά δήλωσαν. Κατ’ εξαίρεση, η σύμβαση μπορεί να ισχύσει με την πραγματική έννοια της εφόσον κάθε μέρος αποδέχεται την δήλωση της άλλης πλευράς, όπως θα ίσχυε στην πραγματικότητα.
Εκτός αυτού, ο νόμος γνωρίζει την πλάνη του συμβαλλομένου ως προς τις ιδιότητες του προσώπου με το οποίο θα συνάψει σύμβαση ή σχετικά με το πράγμα το οποίο θα αγοράσει. Αυτό το είδος πλάνης θεωρείται αξιόλογο και μπορεί να στοιχειοθετήσει απάτη, εφόσον η πλάνη του συμβαλλομένου ως προς το πρόσωπο ή τις ιδιότητες του πράγματος ήταν τόσο σημαντική, ώστε αν γνώριζε την πραγματικότητα δεν θα προχωρούσε στην σύναψη της σύμβασης/δεν θα αγόραζε το προϊόν. Όπως καταλαβαίνουμε, το συγκεκριμένο θέμα (με κάποιες εξαιρέσεις) κρίνεται αρκετά υποκειμενικά.
Τέλος, μια συνηθισμένη κατηγορία πλάνης είναι εκείνη κατά την οποία, ο συμβαλλόμενος έχει μια λανθασμένη αντίληψη των πραγμάτων από μόνος/η του/της και με βάση αυτήν την αντίληψη συνάπτει την σύμβαση. Προφανώς, και δεν υπάρχει απάτη στην συγκεκριμένη περίπτωση, λόγω του ότι ο συμβαλλόμενος δηλώνει ακριβώς αυτό που σκέφτεται, μόνο που η σκέψη του δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αυτό το είδος πλάνης είναι αδιάφορο για τον νόμο και, επομένως δεν υπάρχει υποχρέωση αποζημίωσης για τον συμβαλλόμενο που πλανήθηκε με αυτόν τον τρόπο.
4.Τιμωρείται ποινικά η απάτη;
Λόγω της σημασίας που έχει το αδίκημα της απάτης, ο νόμος την τιμωρεί και ποινικά. Πιο συγκεκριμένα, οι κυρώσεις που επιβάλλονται όταν διαπράττεται απάτη με έναν τουλάχιστον από τους τρόπους που περιγράψαμε παραπάνω, είναι οι εξής:
- Στον δράστη της απάτης επιβάλλεται φυλάκιση, δηλαδή ποινή από 10 ημέρες έως 5 έτη. Υπενθυμίζουμε εδώ ότι αν η ποινή που επιβάλλεται έχει ύψος έως 1 έτος, μπορεί πλέον να ανασταλεί με βάση τον νέο Ποινικό Κώδικα.
- Αν η περιουσιακή ζημία που προκλήθηκε στο θύμα από την απάτη ήταν ιδιαίτερα μεγάλη (το κριτήριο αυτό είναι αρκετά σχετικό πρακτικά), τότε η ποινή που προβλέπεται είναι φυλάκιση τουλάχιστον 3 μηνών και χρηματική ποινή.
- Ακόμη, αν ο δράστης προκάλεσε στο θύμα εξαιτίας της απάτης περιουσιακή ζημία άνω των 120.000 ευρώ, τότε θα του επιβληθεί από το δικαστήριο ποινή κάθειρξης έως 10 έτη και χρηματική ποινή.
- Τέλος, αν ο δράστης διέπραξε απάτη κατά του Δημοσίου/των Δήμων/των Περιφερειών/της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τότε η επιβαλλόμενη ποινή είναι κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών (μπορεί να φτάσει μέχρι τα 20 έτη) καθώς και χρηματική ποινή.
- Το ύψος της χρηματικής ποινής καθορίζεται από 300 έως 40.000 ευρώ όταν πρόκειται για πλημμελήματα και από 5 έως 120.000 ευρώ όταν πρόκειται για κακουργήματα. Επομένως ανάλογα την βαρύτητα της πράξης της απάτης, η χρηματική ποινή θα εμπίπτει και στην αντίστοιχη κατηγορία.
- Για να τιμωρηθεί κάποιος ως δράστης του εγκλήματος της απάτης, θα πρέπει να έχει προκαλέσει πράγματι ζημία στην περιουσία άλλου=να έχει μειωθεί το ενεργητικό της περιουσίας ή να έχει αυξηθεί το παθητικό της, δηλαδή οι οφειλές του θύματος προς άλλους εξαιτίας της απάτης.
- Δεν είναι απαραίτητο ο δράστης να απέκτησε το περιουσιακό όφελος, δηλαδή το χρηματικό ποσό από την περιουσία του θύματος. Αρκεί και μόνο που είχε τον αντίστοιχο σκοπό να τα αποκτήσει.
5.Κι αν εξαπατήθηκε 3ο πρόσωπο;Αλλάζει κάτι σε αυτήν την περίπτωση;
Δεν αποκλείεται το θύμα της απάτης να συναλλάχθηκε με κάποιον που δεν γνώριζε τα γεγονότα της απάτης, ο οποίος, με την σειρά του να συναλλάχθηκε με τον δράστη της απάτης. Σε αυτήν την περίπτωση, το ενδιάμεσο πρόσωπο δεν έχει ευθύνη για την απάτη και την ζημία που προκλήθηκε στο θύμα και επομένως δεν μπορεί να ακυρωθεί η σύμβαση, καθώς ο τελευταίος δεν γνώριζε/όφειλε να γνωρίζει σχετικά με την τέλεση απάτης εκ μέρους του δράστη κατά του θύματος.
Τα πράγματα αλλάζουν όμως αν το ενδιάμεσο πρόσωπο, παρόλο που θεωρείται 3ο ως προς την σύμβαση, γνώριζε/όφειλε να γνωρίζει τα πραγματικά γεγονότα και άρα την τέλεση απάτης κατά του θύματος=θα μπορούσε να είχε ειδοποιήσει το θύμα και να το πληροφορήσει ότι πχ το πράγμα που πωλείται δεν έχει τις συμφωνημένες ιδιότητες. Σε αυτήν την περίπτωση και το ενδιάμεσο πρόσωπο έχει ευθύνη, επομένως η σύμβαση μπορεί να ακυρωθεί και αντίστοιχα το ενδιάμεσο πρόσωπο να υποχρεωθεί σε αποζημίωση, όπως θα δούμε παρακάτω.
Για να ισχύουν όλα τα παραπάνω, θα πρέπει αφενός να συμμετείχε κάποιο 3ο πρόσωπο στην σύμβαση και αφετέρου, να πρόκειται πράγματι για 3ο πρόσωπο. Πιο συγκεκριμένα, ο υπάλληλος κάποιου εργοδότη/ο εργολάβος/αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση κάποιων εργασιών και ενδέχεται να ευθύνεται από τον νόμο απέναντι σε άλλους για την ζημία που προκαλεί, δεν θεωρείται 3ος ως προς την σύμβαση, και άρα όλα τα παραπάνω δεν εφαρμόζονται ως προς αυτόν. Για το θέμα έχουμε γράψει αναλυτικά σε άλλο κείμενο, όπου και αναλύεται η σχέση μεταξύ του 3ου προσώπου και εκείνου που έχει την εποπτεία του.
6.Μπορώ να αποζημιωθώ αν έπεσα θύμα απάτης;
Μια βασική δυνατότητα που προσφέρει ο νόμος στο θύμα της απάτης είναι να αποζημιωθεί από τον δράστη. Εννοείται ότι το θύμα μπορεί να ακυρώσει δικαστικά και την σύμβαση την οποία υπέγραψε και παράλληλα να λάβει αποζημίωση. Η συγκεκριμένη αποζημίωση που λαμβάνει το θύμα είναι πλήρης, δηλαδή περιλαμβάνει όλη την ζημία που υπέστη από την σύμβαση καθώς και κάθε άλλη ζημία η οποία δεν καλύπτεται από την σύμβαση.
Για παράδειγμα, αν το θύμα εξαπατήθηκε και υπέγραψε ένα συμφωνητικό αγοράς αυτοκινήτου ΙΧ μπορεί να ζητήσει ως αποζημίωση το τίμημα (και την προκαταβολή) που κατέβαλε στον δράστη της απάτης καθώς και τα τυχόν έξοδα στα οποία υποβλήθηκε (πχ αμοιβές μηχανικού για τεχνικό έλεγχο του οχήματος/αμοιβή ασφαλιστή για σύναψη ασφάλισης του αυτοκινήτου/πληρωμή τελών κυκλοφορίας κλπ).
Εκτός από αυτά τα ποσά, το θύμα μπορεί να ζητήσει και τα χρηματικά ποσά τα οποία έχασε καθώς πίστευε ότι υπέγραψε μια τυπικά έγκυρη σύμβαση, ενώ στην πραγματικότητα αυτή ήταν άκυρη λόγω της απάτης. Δηλαδή αν, στο παραπάνω παράδειγμα, το θύμα είχε την δυνατότητα να αγοράσει ένα άλλο αυτοκίνητο ΙΧ σε καλύτερη τιμή, αλλά υπέγραψε λόγω της απάτης την σύμβαση με την οποία αγόρασε το 1ο αυτοκίνητο, τότε μπορεί να ζητήσει ως αποζημίωση την διαφορά ανάμεσα στην τιμή των 2 οχημάτων από τον δράστη της απάτης.
7.Υπάρχει περίπτωση να μην λάβω αποζημίωση σαν θύμα;
Έχοντας υπόψη ότι το θύμα ενδέχεται να συνέβαλε με την συμπεριφορά του στην απατηλή συμπεριφορά, υπάρχουν περιπτώσεις που με βάση τον νόμο μπορεί να μειωθεί/περιοριστεί εντελώς η αποζημίωση που κανονικά θα δικαιούταν. Κλασσική περίπτωση εδώ είναι όταν το θύμα δεν έδειξε την αναγκαία επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές για να αποτρέψει από μόνο του την απάτη, στο μέτρο που κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό βέβαια.
Φυσικά, το παραπάνω μέτρο επιμέλειας εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως η ηλικία του θύματος κλπ. Ωστόσο, υπάρχουν εδώ και αντικειμενικά κριτήρια, προκειμένου ο νόμος να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των συναλλαγών. Τα κριτήρια δηλαδή που υιοθετούνται αφορούν τον μέσο άνθρωπο της καθημερινής ζωής, δηλαδή τους γενικούς κανόνες που γνωρίζουμε οι περισσότεροι σήμερα (πχ ο καταναλωτής δεν έχει υποχρέωση να πληρώσει αν δεν λάβει απόδειξη/τιμολόγιο).
Για παράδειγμα, αν ο υποψήφιος αγοραστής δεν πραγματοποίησε έλεγχο τίτλων του ακινήτου και υπέγραψε το πωλητήριο συμβόλαιο, δεν μπορεί αργότερα να ισχυριστεί ότι εξαπατήθηκε από τον πωλητή, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι το ακίνητο δεν έχει εμπράγματα βάρη. Κι αυτό γιατί, ο έλεγχος τίτλων του ακινήτου είναι αναγκαίο στοιχείο για να προχωρήσει κάποιος σε μεταβίβαση ακινήτου, και η παράλειψη του δείχνει την ύπαρξη βαρείας αμέλειας στο πρόσωπο του αντίστοιχου αγοραστή.
8.Πώς αντιμετωπίζει ο νόμος τις απάτες που γίνονται για επιδότηση μέσω ΕΣΠΑ;
Επειδή το συγκεκριμένο φαινόμενο ήταν αρκετά διαδεδομένο στην Ελλάδα για αρκετά χρόνια, ο νόμος ήταν αναγκαίο να το ρυθμίσει προκειμένου να προστατεύσει τις συναλλαγές. Πιο συγκεκριμένα για τις απάτες σχετικά με τις επιδοτήσεις ΕΣΠΑ προβλέπονται τα εξής:
- Τιμωρείται η ελλιπής υποβολή στοιχείων/η υποβολή ψευδών στοιχείων καθώς και των αντίστοιχων δικαιολογητικών εγγράφων, ειδικά αν τα τελευταία είναι πλαστά.
- Θα πρέπει τα στοιχεία αυτά να υποβάλλονται για να εγκριθεί το αίτημα του δικαιούχου ώστε ο τελευταίος να λάβει την επιδότηση/να την διατηρήσει/να αποφύγει την επιστροφή της στο Δημόσιο.
- Είναι αναγκαίο επίσης το αίτημα του δικαιούχου να εγκρίθηκε και άρα να έγινε κάποια από τις ενέργειες που περιγράψαμε ακριβώς παραπάνω.
- Εφόσον πληρούνται όλα τα στοιχεία που αναφέραμε, ο δράστης της απάτης τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 1 έτους καθώς και χρηματική ποινή.
- Η ίδια ακριβώς ποινή επιβάλλεται και στον δράστη ο οποίος χρησιμοποιεί αντικείμενα/υλικά τα οποία απαγορεύονται από τους όρους της επιχορήγησης=παραβιάζει τους όρους της σύμβασης με βάση την οποία θα λάμβανε την επιχορήγηση.
- Αν το ποσό της επιδότησης μέσω ΕΣΠΑ υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, τότε ο δράστης της απάτης τιμωρείται με ποινή κάθειρξης έως 10 έτη καθώς και χρηματική ποινή.
- Φυσικά, το Δημόσιο μπορεί να αναζητήσει τα ποσά που κατέβαλε στον δράστη ως επιδότηση μέσω αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού, για την οποία έχουμε μιλήσει σε άλλο κείμενο.
9.Με ποιον τρόπο μπορώ να ακυρώσω μια σύμβαση στην οποία εξαπατήθηκα;
Όπως αναφέραμε και στο 2ο ερώτημα, οι προϋποθέσεις της απάτης είναι συγκεκριμένες και ο νόμος, εφόσον πληρούνται αυτές, επιτρέπει στο θύμα να ακυρώσει την σύμβαση την οποία υπέγραψε. Θα πρέπει όμως η πλάνη που προκλήθηκε στο θύμα να επηρέασε την σύμβαση σε έναν βαθμό, όπως αναλύσαμε και παραπάνω. Αν η πλάνη του θύματος που εξαπατήθηκε δεν είχε μεγάλη επιρροή στην σύμβαση και ο δράστης εκπλήρωσε την σύμβαση σύμφωνα με την πραγματική βούληση του θύματος, το δικαστήριο έχει την διακριτική ευχέρεια να μην ακυρώσει την σύμβαση, και άρα η τελευταία θα ισχύσει.
Το αν η πλάνη του θύματος ήταν ουσιώδης ή όχι για την σύμβαση θα κριθεί ανάλογα με την κάθε περίπτωση. Για παράδειγμα, όταν το θύμα υπογράψει για την αγορά ενός ακινήτου το οποίο πιστεύει ότι είναι εντός σχεδίου δόμησης, αλλά τελικά το ακίνητο είναι εκτός σχεδίου, τότε αυτή η πλάνη θεωρείται ουσιώδης καθώς ουσιαστικά περιορίζει την ρυμοτομία του ακινήτου. Αν ο δράστης απέκρυψε με δόλο από το θύμα ότι το ακίνητο είναι σε εκτός σχεδίου δόμησης ζώνη, θα πρόκειται (και) για περίπτωση απάτης.
Από την άλλη πλευρά, αν το θύμα από λάθος συμπλήρωσε σε ένα ιδιωτικό συμφωνητικό ότι θα καταβάλει σε μετρητά στο άλλο μέρος το ποσό τον 500.000 ευρώ, ενώ ήθελε να γράψει το ποσό των 50.000 ευρώ, και το άλλο μέρος εισπράξει τελικά από το θύμα τα 50.000 ευρώ, τότε η σύμβαση θα παραμείνει έγκυρη αφού εκτελέστηκε όπως τα μέρη πραγματικά την εννοούσαν. Το ζήτημα δηλαδή έχει αρκετές προεκτάσεις, οι οποίες αλλάζουν ανάλογα με την περίσταση.
10.Μπορώ να λάβω αποζημίωση αν εκτελεστεί η σύμβαση;
Μια τελευταία δυνατότητα που παρέχει ο νόμος στο θύμα της απάτης είναι, αντί να ακυρωθεί η σύμβαση που υπογράφηκε και τα μέρη να πρέπει να επιστρέψουν ότι έλαβαν από την άλλη πλευρά, να γίνει το εξής: Η σύμβαση να παραμείνει έγκυρη και άρα να παράγει κανονικά έννομες συνέπειες για τα μέρη, και ταυτόχρονα το θύμα της απάτης να λάβει ως αποζημίωση την διαφορά της σύμβασης που υπογράφηκε με εκείνη της σύμβασης που θα έπρεπε κανονικά να υπογράψουν τα μέρη, αν δεν γινόταν η εξαπάτηση του θύματος.
Η παραπάνω περίπτωση εντοπίζεται κυρίως σε ρήτρες συμβάσεων, οι οποίες εντάσσονται συνήθως ‘την τελευταία στιγμή’ στην σύμβαση χωρίς να το γνωρίζει το ένα μέρος, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι υποχρεώσεις του προς την άλλη πλευρά. Εν προκειμένω, δηλαδή, μια τέτοια σύμβαση θα ισχύει χωρίς την ρήτρα την οποία με δόλο πρόσθεσε το ένα μέρος όταν εξαπατούσε το άλλο (πχ μια ποινική ρήτρα που προβλέπει ότι για κάθε μέρα καθυστέρησης στην παράδοση του έργου θα επιβάλλεται ποινή στην άλλη πλευρά χρηματικής αξίας 100 ευρώ, ρήτρα την οποία το άλλο μέρος δεν γνώριζε όταν υπέγραφε την σύμβαση).
Εδώ πρέπει να πούμε ότι αν το θύμα της απάτης επιλέξει την δυνατότητα που περιγράψαμε=να λειτουργήσει κανονικά η σύμβαση και να λάβει μια ‘μικρή’ αποζημίωση, τότε δεν μπορεί αργότερα να ακυρώσει την σύμβαση και να ζητήσει ολόκληρη την αποζημίωση που παρέχει ο νόμος. Αφού δηλαδή, το θύμα της απάτης επιλέξει μια από τις διαθέσιμες επιλογές που του παρέχονται, δεν μπορεί να αλλάξει γνώμη και να στραφεί προς την άλλη, αφού κάτι τέτοιο θα αιφνιδίαζε και την άλλη πλευρά η οποία (λογικά) είχε προετοιμαστεί για την εκτέλεση της σύμβασης/για την καταβολή αποζημίωσης στο θύμα.
Δίπλα στον πελάτη και τις ανάγκες του.
Αθηνά Κοντογιάννη-Δικηγόρος
Όσα αναφέρονται παραπάνω δεν αποτελούν νομικές συμβουλές και ουδεμία ευθύνη φέρεται για αυτές.Για περισσότερες πληροφορίες,επικοινωνήστε μαζί μας.